Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Αρχαϊκή εποχή (Μέρος Γ΄)


Στην αρχαϊκή εποχή το άτομο αποκτά υπαρκτική ταυτότητα και δικαιώνεται εντασσόμενο σε μια ευρύτερη κοινότητα. Και το ατομικό του βίωμα μετασχηματίζεται καλλιτεχνικά, με αποτέλεσμα, στα ποιήματα και στα γλυπτά, να αποτυπώνονται γνωρίσματα όπως: η έκρηξη του ονόματος, η έκρηξη του συναισθήματος (φαινόμενο το οποίο ανεπαισθήτως μόνον είναι παρόν στο ομηρικό σύμπαν), η αναφορά στο παρόν (αντί στο παρελθόν, κατ’ αποκλειστικότητα αξιομνημόνευτο σε προηγούμενους χρόνους), ο ρυθμός (ως κανόνας που συνέχει το παν), ο κόσμος (ως κόσμημα), η ελευθερία (ως κατάκτηση της πολιτικής κοινωνίας). Αυτά τα γνωρίσματα συνδυάζονται με το περιβάλλον της νέας μονάδας πολιτικής συμβίωσης, της πόλεως, και, υπ’ αυτήν την έννοια, η αρχαϊκή εποχή αναγγέλλει την πολιτική κοινωνία της κλασικής εποχής. Ο Έλληνας δηλώνει την ταυτότητά του την ίδια εποχή που γίνεται πολίτης, αποκτώντας έτσι σημαίνουσα θέση στον κοινό χώρο και εισερχόμενος προοδευτικά σε μια περιπέτεια που τον υποχρεώνει να αποδεχθεί την ανθρώπινη ετερότητα ως αναγκαίο όρο συμβίωσης μέσα στο σύμπαν της πόλεως.

Henry O. Walker, Lyric Poetry (1896)
Washington D.C., Library of Congress

Όπως αργότερα θα παραδεχθεί ο Αριστοτέλης, η ανθρώπινη ικανότητα για πολιτική οργάνωση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη φυσική ένωση που έχει ως επίκεντρο την οκίαν. Η εμφάνιση της πόλεως στην Αρχαία Ελλάδα, υποστηρίζει η Arendt, σημαίνει ότι ο άνθρωπος, εκτός από την ιδιωτική του ζωή, παραδέχεται και μια δεύτερη ζωή: τον πολιτικό του βίο. Το ιδιωτικό αποκτά ύπαρξη αποκτώντας δημοσιότητα. μέσω αυτής, γίνεται πολιτικό, αφού δημοσιότητα έχουν όλες οι δραστηριότητες εντός της πόλεως. Όλα είναι ορατά, γι’ αυτό και η όραση ως αίσθηση σταδιακά αναβαθμίζεται. Το αφανές και το απρόσιτο γίνεται «μορφή και θέαμα», γράφει ο Jean- Pierre Vernant. Στην πολιτική κοινωνία της αρχαϊκής περιόδου, το φαινόμενο –το ορατό και ακουστό- είναι εκείνο που αποτελεί την πραγματικότητα. Σε σύγκριση με αυτήν την πραγματικότητα, τα πάθη, η διάνοια, οι αισθήσεις δεν έχουν «ουσιώδη» ύπαρξη. Την αποκτούν αμέσως μόλις μετασχηματίζονται και γίνονται κατάλληλα για να παρουσιαστούν δημόσια.
Δημοσιότητα είναι το κοινό σημείο ανάμεσα στη λυρική ποίηση και στη γλυπτική. Δημοσιότητα με τη δήλωση του ονόματος του καλλιτέχνη. δημοσιότητα με τη ανάδειξη των σκέψεων και των συναισθημάτων του που κυριολεκτικά απευθύνονται σε κάποιον (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ελεγειακή ποίηση) και αναφέρονται σε κάποιον, φίλο, πελάτη ή τον ίδιο του τον εαυτό. δημοσιότητα του έργου του που αποκτά καλλιτεχνική αξία όταν οι άλλοι ομολογήσουν τη χάρη και την πρωτοτυπία του. Το αρχαϊκό «εγώ», ποιητικό ή εικαστικό, δεν εκφράζεται σε προσωπική απομόνωση, αλλά ζει κοινωνικά. «Ο υποκειμενικός του χώρος είναι ουσιαστικά αντικειμενικός», σύμφωνα με τον Αριστόξενο Σκιαδά. Ακόμη και στην εξομολογητική ποίηση του Αρχιλόχου, όταν ο ποιητής τολμηρά και απροσδόκητα απευθύνεται στην ψυχή του.
Δημοσιότητα είναι και το κεντρικό χαρακτηριστικό της πολιτικής οργάνωσης στην αρχαϊκή περίοδο. Η πόλις οργανώνεται οριζόντια και κυκλικά, γύρω από έναν μέσο χώρο, η εξουσία παραδίδεται ς μέσον και οι «μέσοι» επιλέγονται για τη διάσωσή της. «Η Πόλη παρουσιάζεται ως ένα ομοιογενές σύμπαν, χωρίς ιεραρχία, χωρίς ορόφους, χωρίς διαφοροποίηση. Η αρχή δεν είναι πια συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μοναδικού προσώπου που βρίσκεται στην κορυφή της κοινωνικής οργάνωσης. Κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλη την έκταση της δημόσιας ζωής, στον κοινό αυτό χώρο όπου η πόλη βρίσκει το κέντρο της, το μέσον της», θα πει ο Vernant.
Η λυρική ποίηση και η γλυπτική δημιουργούν, λοιπόν, έναν επιπλέον «πολιτικό» δεσμό ανάμεσα στους ανθρώπους, εφόσον πράγματα της ανθρώπινης ζωής, εκτοπισμένα πριν στον ιδιωτικό χώρο, εκτίθενται πλέον δημόσια, γίνονται κοινό κτήμα της αναδυόμενης πολιτικής κοινωνίας. Να σημειώσω παρενθετικά ότι αυτή η εξέλιξη σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από μια καλλιτεχνική ή –ακόμα και- πολιτική μεταβολή. Σημαίνει πως μεγαλώνει η βεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Μια και υπάρχει μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στην ατομικότητα και στη γνωστική βεβαιότητα: όσο ενισχύεται η πρώτη, τόσο υποχωρεί η δεύτερη, και αντιστρόφως.
Είναι μετά η τάση, που συνδέεται με τη δημοσιότητα, τόσο της αρχαϊκής ποίησης όσο και της αρχαϊκής γλυπτικής, προς μια ελευθερία αξεχώριστα δεμένη με έναν ρυθμό, ανάλογη με την ελευθερία που αποκτά ο άνθρωπος ως πολιτικόν ν.
Ελευθερία που ανιχνεύεται στη θεματική αλλά και στην εσωτερική ευελιξία και πολυμορφία των λυρικών ποιημάτων. Ο ρεαλισμός και η σκωπτικότητα του Αρχιλόχου, η βαθιά ευαισθησία του Σιμωνίδη, η πνευματικότητα του Αλκμάνος και της Σαπφούς, η προτρεπτική διάσταση στην ποίηση του Τυρταίου και του Καλλίνου, η σοβαρότητα του Σόλωνος, ο ρυθμός και η ισορροπία του Μίμνερμου, η οξεία αμφισβήτηση του Ξενοφάνη, η ωριμότητα του Πινδάρου: είναι μερικά μόνον παραδείγματα. Ελευθερία επίσης από τις ακλόνητες αξίες του επικού παρελθόντος, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αρχίλοχος να χλευάζει δηκτικά τον φιλάρεσκο και κορδωμένο μέγαν στρατηγόν, και να δικαιολογεί τον ριψάσπιδα. Η ζωή είναι για τον ποιητή η ύψιστη αξία, κάτι που μάλλον αργά, μετά θάνατον, ανακάλυψε ο κατεξοχήν ήρωας του ομηρικού κλέους, ο Αχιλλέας. Αλλά και ελευθερία να εφράζει κανείς την προτίμησή του χωρίς καμία δέσμευση, όπως το διατυπώνει η Σαπφώ με τη φράση ττω τις ραται.

Sir Lawrence Alma-Tadema, Sappho and Alcaeus (1881)
Βαλτιμόρη, Walters Art Museum

Η τέχνη της ποίησης και της γλυπτικής γίνεται στα αρχαϊκά χρόνια ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη. Μολονότι το θεϊκό και το μυθικό στοιχείο εξακολουθούν να είναι παρόντα, η τέχνη απευθύνεται στους ανθρώπους και μιλάει τη γλώσσα τους. Πλάι στη χάριν, την ιδιότητα των Χαρίτων, η πιο εγκόσμια γλαΐα. Κι αντίθετα με τη θεϊκή έμπνευση ή την έμπνευση των Μουσών, ο έπαινος για τον τεχνίτη-δάσκαλο και τα αυτοπαινέματα. Αλλά και η σύγκριση με άλλα έργα της ίδιας τέχνης, για να αναδειχθεί η ανωτερότητα του δικού του έργου για τον ποιητή και τον γλύπτη.
Τούτη η ελευθερία δένεται και με την αναζήτηση του ρυθμού. λλοτε δ’ λλος χει τόδε. νν μέν ς μέας τράπεθ’ αματόεν δ’ λκος ναστένομεν, ξατις δ’ τέρους παμείψεται, θα πει ο Αρχίλοχος, για να καταλήξει, παρακολουθώντας σε αυτό τους φιλοσόφους, στον ρυθμό, αποτέλεσμα της εναλλαγής μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας: Γίγνωσκε δ’ οος υσμός νθρώπους χει.
Η γλυπτική δημιουργεί κι εκείνη έναν ρυθμό, κάτι σαν «το δεσπόζον μοτίβο στη μουσική», επαναλαμβάνοντας επίμονα τον τύπο του Κούρου και της Κόρης σε όλη την αρχαϊκή περίοδο. Ένας νόμος μορφοποιεί τα αγάλματα, σε μια εποχή που, το είπαμε ήδη, λατρεύει την ευνομία. Κι όμως, ενώ τα σχήματα φαίνονται κοινά και νομίζει κανείς ότι οι καλλιτέχνες δουλεύουν έχοντας στον νου τους έναν απαρασάλευτο κανόνα, αποδεικνύεται στην πράξη πως η αρχαϊκή τέχνη παρουσιάζει ρευστότητα και μεταβολές, καθώς καλείται να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη σταθερότητα, που την έχει ξεπατικώσει από το αιγυπτιακό της πρότυπο, και την απαίτηση για ζωντάνια.
Στα αρχαϊκά αγάλματα στριμώχνονται αντιθέσεις. Αυτά τα «υλικά “σήματα” θανάτου» κατά τον Boardman, οι Κούροι και οι Κόρες, ακίνητοι, πιστοί στον νόμο της απόλυτης μετωπικότητας και της συμμετρίας, με τα χέρια σφιχτά κολλημένα στις πλευρές, προβάλλουν το αριστερό πόδι, έτοιμοι να φύγουν μπροστά, ενώ την ίδια στιγμή ανεπαίσθητες αποκλίσεις και αδιόρατες μετατοπίσεις τινάζουν στον αέρα τόσο τη συμμετρία όσο και τη φαινομενική ακινησία τους. Στο αρχαϊκό άγαλμα συνυπάρχουν αξεδιάλυτα η ακινησία με την κίνηση, το πάγωμα του χρόνου στη σημαίνουσα στιγμή. Ώσπου, τα τελευταία χρόνια της αρχαϊκής εποχής, τα ακίνητα αγάλματα όλο και περισσότερο μοιάζουν με «τεντωμένες χορδές», έτοιμες να εξακοντιστούν και να ελευθερωθούν κατά την κλασική περίοδο.

Πηγές για τις εικόνες:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου