Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Αρχαϊκή εποχή (Μέρος Β΄)


Τα έργα της αρχαϊκής γλυπτικής έχουν προφανέστατη σύνδεση με τις οικονομικο-πολιτικές συνθήκες της εποχής. Η Κόρη της Ακροπόλεως (γύρω στο 500 π.Χ.) ήταν το δίχως άλλο ανάθημα από κάποιον αριστοκράτη, ενώ οι Κούροι του Σουνίου (γύρω στο 590 π.Χ.) θα πρέπει να ήσαν αφιερωμένοι από κάποιους καραβοκυραίους που πλούτισαν από το εμπόριο και καλόπιαναν με τα δώρα τους τον θεό της θάλασσας.



Ο πολιτικός χαρακτήρας των αρχαϊκών γλυπτών εκδηλώνεται στη χρήση τους πρώτα-πρώτα –αναθήματα ή σήματα, κατά τον John Boardman- αλλά και στην οπτική γλώσσα που χρησιμοποιείται: ιδεατότητα και ταυτόχρονα λεπτομερής, σχεδόν ρεαλιστική, σπουδή των ανθρώπινων χαρακτηριστικών, μετωπικότητα, συμμετρία και ακινησία και ταυτόχρονα βραχύνσεις, αποκλίσεις, ελαχιστότατες μετατοπίσεις, ρευστότητα και ζωντάνια. Τα αρχαϊκά γλυπτά εικονοποιούν τις αντιφάσεις της εποχής τους: αυστηρότητα και μαζί μια πρωτόγνωρη ελευθερία. Και, πάντως, παρουσιάζουν μια εξωστρέφεια παρόμοια με την πολιτική εξωστρέφεια –την ψυχολογική ελευθερία του Forrest- η οποία εκείνη την εποχή εγκαινιάζεται.   
Επιπλέον, οι δημιουργοί των αρχαϊκών γλυπτών έχουν, όπως και οι δημιουργοί των λυρικών ποιημάτων, ταυτότητα. Δειλά στην αρχή, πιο τολμηρά στη συνέχεια, βγαίνουν από το σκοτάδι της ανωνυμίας και τολμούν να υπογράψουν τα έργα τους, αναγνωρίζοντας έτσι και αποκτώντας συνείδηση της αξίας τους. Ευθυκαρτίδης είναι το όνομα του γλύπτη, χαραγμένο στον Κούρο της Δήλου που χρονολογείται μεταξύ του 600 και του 525 π.Χ. Επίσης, στην επιτύμβια στήλη του Αριστίωνος αναγράφει το όνομά του, όχι χωρίς κάποια διάθεση αυτοπροβολής για λόγους ίσως διαφημιστικούς, ο γλύπτης Αριστοκλής. Αναγράφουν το όνομά τους ποιοι; Οι «καλλιτέχνες» λέμε σήμερα, ξεχνώντας ότι στην εποχή τους έλειπε το πρώτο συνθετικό της λέξης. Τεχνίτες ήσαν, άνθρωποι με θέση χαμηλή στην κοινωνική ιεραρχία, για τους ευπατρίδες απλοί δημιουργοί, χαρακτηρισμός αυτός ο τελευταίος που μόνο στα νεότερα χρόνια πήρε το πλούσιο νόημα που ακόμα έχει.


Και όπως οι λυρικοί ποιητές έτσι και οι γλύπτες, μαζί με το όνομα, φανερώνουν κι αυτοί τα αισθήματά τους. Ορισμένοι όχι μόνον αποφασίζουν να υπογράψουν, αλλά, μαζί με την υπογραφή, κάποια σύντομη συνήθως φράση δηλώνει τη στάση τους έναντι της τέχνης τους. γαλμα είναι η λέξη που χρησιμοποιείται ήδη από τον Όμηρο για να αποδώσει την οπτική απόλαυση που προκαλείται στον θεατή αλλά και στον θεό στον οποίο αφιερώνεται περικαλλές και καλόν είναι τα επίθετα που την συνοδεύουν και φανερώνουν τον δημιουργό ταυτόχρονα και ως κριτή της τέχνης του, να επιδιώκει και να προκαλεί τον θαυμασμό εκ μέρους των θεατών.
Πρόκειται για το ριστεύειν, δηλαδή, για τη συνειδητή επιλογή της αθανασίας μέσω της αθάνατης φήμης. Με πόσο όμως διαφορετικό περιεχόμενο από τα ομηρικά χρόνια. Οι ομηρικοί ήρωες με την αριστεία συνοψίζουν τη ζωή τους σε ένα μοναδικό κατόρθωμα, όπως ωραία το διατυπώνει η Hannah Arendt. Στην αρχαϊκή περίοδο, οι θνητοί δημιουργοί αφήνουν κι αυτοί πίσω τους άφθαρτα ίχνη, καθώς η τέχνη είναι που τούς καταξιώνει στα μάτια των άλλων.
«Πρέπει να ένιωσα μέσα στον κούρο την υπερηφάνεια, ότι είναι απλώς άνθρωπος: όχι ένα άτομο με καθημερινές διαστάσεις, όχι ένας χαρακτήρας με τα ελαττώματα και τα ιδιαίτερα προσόντα του, αλλά ήδη, μέσα στην ευγένεια του αρχαϊσμού, ένας πολίτης που αποδέχεται τους κανόνες και αντλεί, από αυτήν την αποδοχή, τη δύναμή του –και αυτό είναι η απαρχή εκείνου που αργότερα θα επιτρέψει όλες τις κατακτήσεις», γράφει για τη στιγμή που πρωταντικρίζει τους αρχαϊκούς Κούρους η Jacqueline de Romilly.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Και τα δύο έργα (Κούρος του Σουνίου και Επιτύμβια Στήλη Αριστίωνος) φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Πηγή για τις εικόνες:

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Αρχαϊκή εποχή (Μέρος Α΄)


Η λυρική ποίηση, η κατηγορία εκείνη του μελοποιημένου ποιητικού λόγου που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα ανάμεσα στον 7ο και στον 5ο προχριστιανικό αιώνα, έχει, μεταξύ των άλλων, και έναν προφανή πολιτικό χαρακτήρα. Οι εξελίξεις μέσα από τις οποίες γεννήθηκε το νέο πολιτικό περιβάλλον, αυτό της μετάβασης από την προπολιτική συλλογικότητα της χρείας στην πολιτική συλλογικότητα της ελευθερίας, αντανακλώνται στα λυρικά ποιήματα.

S. Solomon, Sappho and Erinna in a garden at Mytilene
Λονδίνο, Tate Gallery

Οι λυρικοί ποιητές είναι προσωπικότητες που έπαιξαν οι ίδιοι ρόλο στις πολιτικές διαμορφώσεις του καιρού τους. Για παράδειγμα, στα ποιήματά του ο Λέσβιος Αλκαίος επιτίθεται στον πρώην σύμμαχό του τον κακοπατρίδαν Πιττακό, επειδή εγκατέλειψε τις τάξεις των συντηρητικών και ματαίωσε τα σχέδιά τους, αναλαμβάνοντας ο ίδιος, μεταξύ 590-580, άρχοντας και κύριος της βαρυδαίμονος πόλεως.  Επίσης, ο Σιμωνίδης ο Κείος, ο Θηβαίος Πίνδαρος και ο επίσης Κείος Βακχυλίδης είχαν και οι τρεις βασιλικούς προστάτες τους οποίους ανέλαβαν να υμνήσουν, χωρίς, από την άλλη, να παραλείψουν να αναδείξουν τις αρετές της νέας εποχής που κατέφθανε με καινοτομίες και ανατροπές. Κάλλιστον τό δικαιότατον, θα πει ο νοσταλγός των παλιών «καλών» αριστοκρατικών ημερών Θέογνις, σε μια εποχή κατά την οποία κεντρικό πολιτικό ζητούμενο είναι –ακόμη- η ευνομία, ο ανθρώπινος τρόπος να αντιμετωπιστεί η αταξία και η σύγχυση. Και ο Σπαρτιάτης Τυρταίος περιγράφει αναλυτικότατα τη νέα πολεμική τεχνική που στηρίζεται στην οπλιτική φάλαγγα της οποίας η επινόηση έχει πρωτίστως χαρακτήρα κοινωνικο-πολιτικό. Η χαρακτηριστικότερη όμως περίπτωση είναι ο Αθηναίος Σόλων, ο οποίος χρησιμοποίησε την ποίηση για να εξαγγείλει και να υπερασπίσει τη μεταρρυθμιστική πολιτική του. Ο Σόλων είναι εκείνος στο πρόσωπο του οποίου συγκλίνουν η τέχνη και η πολιτική, η λέξη και η πράξη.
Η λυρική ποίηση έχει, λοιπόν, πράγματι έναν προφανή πολιτικό χαρακτήρα. Έχει όμως πολιτικό χαρακτήρα και με έναν τρόπο κάπως λιγότερο προφανή.
Ο Bruno Snell αναφέρεται στο φαινόμενο της «αφύπνισης της προσωπικότητας», το οποίο χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο οι ποιητές να εμφανίζονται ως προσωπικότητες. «Οι λυρικοί ποιητές σε αντίθεση με το προβληματικό όνομα του Ομήρου αναφέρουν το όνομά τους, μιλούν για τον εαυτό τους, προσφέρονται σε αναγνώριση ως συγκεκριμένα πρόσωπα», γράφει ο σπουδαίος μελετητής. Και, μιλώντας για τον εαυτό τους, ταυτόχρονα, στα σύντομα έργα τους, εκφράζουν τις ανησυχίες τους, τις επιθυμίες τους, τις χαρές και τα βάσανά τους. Μέσα στο έργο τους μπορούμε να διακρίνουμε ό,τι επιβιώνει από το παρελθόν και ό,τι καταφθάνει ορμητικό, τις καινοτομίες που θα σαρώσουν τον προηγούμενο κόσμο για χάρη του νέου.
Η «αφύπνιση της προσωπικότητας» εύλογα συνοδεύεται και από έκρηξη του συναισθήματος. Ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Ανακρέων κατασκευάζουν σκηνές χαριτωμένες. Μιλούν για τον πόλεμο. Μιλούν και για τον έρωτα, με ποικιλία διαβαθμίσεων, από την εσωτερικότητα μέχρι το χόλιασμα του πληγωμένου εγωισμού. Μιλούν όμως ακόμη για ό,τι τους συγκινεί ή τους συνεπαίρνει. Το ίδιο και ο Αρχίλοχος, ο οποίος ανενδοίαστα φανερώνει τα πιο μύχια αισθήματά του, ανησυχώντας μερικές φορές λόγω της εκφραστικής του τραχύτητας τους σύγχρονους και τους κατοπινούς του.
Ας μην ξεχάσουμε όμως να προσθέσουμε ότι οι λυρικοί ποιητές της αρχαϊκής εποχής, ακόμα κι όταν γράφουν πρωτοπρόσωπα, δεν αυτοβιογραφούνται, όπως το κάνουν οι Ευρωπαίοι λυρικοί ποιητές, εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για την ταύτιση του λυρικού με το προσωπικό και το υποκειμενικό.  Οι αρχαϊκοί λυρικοί έχουν μια εξωστρέφεια και επιδιώκουν μια ουσιαστική ποιητική επικοινωνία με τους ακροατές τους.

Πηγή για την εικόνα:

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Η γλώσσα της εξαπάτησης


Ό,τι μπορεί κανείς να μάθει από τη λογοτεχνία για τον πραγματικό κόσμο, μπορεί ακόμα καλύτερα να το μάθει από μη λογοτεχνικές πηγές: αυτό είναι το κυριότερο επιχείρημα των φιλοσόφων που απορρίπτουν τη γνωστική αξία της λογοτεχνίας. Επαγγελματίες ψεύτες, ονομάζει ο Hume τους ποιητές και ο Russell χαρακτηρίζει ψευδείς όλες τις προτάσεις του σαιξπηρικού Hamlet, βασισμένος αποκλειστικά στο γεγονός ότι πρόσωπο με το όνομα Hamlet δεν υπάρχει. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Russell, οι μυθιστορηματικές προτάσεις είναι ψευδείς επειδή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως διατυπώσεις έξω από το φανταστικό σύμπαν της λογοτεχνίας.
“[N]ow for the Poet, he nothing affirmeth, and therefore never lieth”, γράφει ο Sir Philip Sidney το 1595. Αυτή η πρώιμη διατύπωση θα βρει συνέχεια στον 20ό αιώνα, οπότε φιλόσοφοι όπως ο P. F. Strawson, ο H. L. A. Hart, ο Joseph Margolis, ο Roger Scruton κ.ά, βασισμένοι στη θεωρία του νοήματος του Gottlob Frege, επιχειρούν μια σαφή διάκριση ανάμεσα στη δηλωτική/αποφαντική (assertive) και στη μυθιστορηματική (fictive) χρήση της γλώσσας. Η δεύτερη, προσιδιάζουσα στη λογοτεχνία, είναι μια γλώσσα από την οποία λείπει η αναφορική δύναμη, καθώς το λογοτεχνικό σημείο δεν συνδέεται με κάτι υπαρκτό στην εξωτερική πραγματικότητα.
Αν όμως ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα, δεν αναφέρεται στην πραγματικότητα, τότε τι ακριβώς κάνει; Προσποιείται, απαντά μια μερίδα φιλοσόφων. Ο συγγραφέας προσποιείται και ο αναγνώστης εμπλέκεται οικειοθελώς σε αυτήν τη διαδικασία. Ο J. L. Austin και ο John R. Searle, βασικοί εκπρόσωποι αυτής της θέσης, αναπτύσσουν την άποψή τους για τη λογοτεχνία βασισμένοι στη θεωρία των γλωσσικών πράξεων (speech acts). Ο συγγραφέας –υποστηρίζουν-, γράφοντας, απλώς υποκρίνεται ότι επιτελεί προσλεκτικές πράξεις (illocutionary acts), καθώς, σύμφωνα με τον Austin, η κανονική συνθήκη αναφοράς είναι εκκρεμής στη λογοτεχνία. Ο Searle, από την πλευρά του, τονίζει ότι η λογοτεχνία καταστρατηγεί τους κανόνες που ισχύουν για τις δηλωτικές/αποφαντικές γλωσσικές πράξεις. Δηλαδή: ο λογοτέχνης δεν δεσμεύεται στην αλήθεια των ισχυρισμών του (παραμένει λογικά εκτεθειμένος) και, επομένως, δεν νιώθει υποχρεωμένος να τους αποδείξει. Επιπλέον, διατυπώνει προτάσεις που και ο ίδιος δεν τις πιστεύει ως αληθινές (παραμένει ηθικά εκτεθειμένος), χωρίς ωστόσο να περάσει από το μυαλό κανενός να του προσάψει την κατηγορία ότι λέει ψέματα. Ο Richard Ohmann συμπληρώνει αυτήν τη θέση προσθέτοντας και το στοιχείο της μίμησης. Η προσλεκτική δύναμη της λογοτεχνίας είναι, σύμφωνα με τον Ohmann, μιμητική. Ο συγγραφέας, αφενός, μιμείται γλωσσικές πράξεις του πραγματικού κόσμου και, αφετέρου, προβαίνει σε μια προσλεκτική πράξη μίμησης δημιουργώντας έναν αφηγητή ή χαρακτήρες οι οποίοι αναλαμβάνουν την επιτέλεση αυτών των γλωσσικών πράξεων (το επιχείρημα είναι ισχυρό, ακόμα και στις περιπτώσεις που ο αφηγητής ή ο ήρωας λειτουργούν ως personae του συγγραφέα).
Τέλος, ο Kendall L. Walton αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως ένα παιχνίδι προσποίησης (make-believe game) στο οποίο εμπλέκονται οικειοθελώς ο συγγραφέας και ο αναγνώστης. Τη θέση του υιοθετεί και ο Gregory Currie. Και οι δυο κατατάσσουν τη λογοτεχνία στην κατηγορία των παιχνιδιών που παίζουν τα μικρά παιδιά, όταν παριστάνουν, για παράδειγμα, τους πειρατές ή τους ιππότες. Έτσι και ο αναγνώστης διαβάζει το λογοτεχνικό έργο σαν να ήταν αληθινό, σαν τα γεγονότα που αυτό αφηγείται να έχουν πράγματι συμβεί. Παρότι –πρέπει να σημειωθεί- υπάρχει ενδεχόμενο, και συμβαίνει συχνά, κάποια από τα αφηγημένα γεγονότα να είναι πράγματι αληθινά και κάποιες από τις μυθιστορηματικές προτάσεις, που συνήθως διακόπτουν την αφήγηση, να είναι πράγματι δηλωτικές και να γίνονται με την προσδοκία ότι θα γίνουν πιστευτές από τον αναγνώστη.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: το κείμενο είναι αντιγραφή από τον σελιδοδείκτη με τίτλο «Λογοτεχνία και Φιλοσοφία» που αναρτήθηκε στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα (http://selidodeiktes.greek-language.gr/lemmas/1766).

Πηγή για την εικόνα:

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Το αρχαιοελληνικό βλέμμα


Ό,τι σώζεται από την Αρχαία Ελλάδα, ζωντανό και πάντοτε επίκαιρο, είναι ο ειδικός τρόπος βλέμματος που κατευθύνεται προς τον άλλον. Είναι το είδος του βλέμματος που για όριά του έχει τα όρια του άλλου. είναι το βλέμμα της ζωής. Ο Jean-Pierre Vernant μιλάει για ένα άλλο βλέμμα, εκείνο της Γοργούς, που είναι ταυτόσημο με τον θάνατο. Είναι το βλέμμα που αποτελεί άρνηση του βλέμματος, που δεν κοιτάζει, και έτσι γίνεται άπειρο. Είναι το βλέμμα του νεκρού.


M.M. da Caravaggio, Medusa (1595)
Φλωρεντία, Μουσείο Uffizi

Ο πιο τρομακτικός λαβύρινθος δεν είναι εκείνος με τα δαιδαλώδη διχαλωτά μονοπάτια στον οποίο, προχωρώντας, βρίσκεις τον δρόμο κομμένο και συνεχίζεις την περιπλάνηση ακολουθώντας μια άλλη διακλάδωση. Γι’ αυτόν τον λαβύρινθο υπάρχει μίτος: ο μίτος που χάρισε η Αριάδνη στον Θησέα από έρωτα και που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά. Τρομερός και επικίνδυνος, λέει ο Jorge Luis Borges, είναι ο λαβύρινθος του άπειρου χώρου –ή μήπως και του άπειρου χρόνου; Εκεί, το τρομακτικό έχει τη μορφή του κύκλου, που δεν έχει αρχή και τέλος. Το βλέμμα του θανάτου είναι το άπειρο βλέμμα της απόλυτης ετερότητας, που δεν αναγνωρίζει τους άλλους ως τη μοναδική του δυνατότητα να αποκτήσει όρια διατηρώντας, όμως , ταυτόχρονα την ετερότητά του, οριοθετώντας την βέβαια και καθιστώντας την έτσι ακίνδυνη.
Στο λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελλάδας κυρίαρχη θέση κατέχει το ρήμα ὁρῶ, που σχετίζεται καταρχήν με το αποτέλεσμα μιας ορισμένης λειτουργία, τα παράγωγα ή τα συνώνυμά του. Το βλέμμα της ζωής είναι η απτή συνέχεια του ιδιόμορφου τρόπου οργάνωσης της ανθρώπινης συμβίωσης στην Αρχαία Ελλάδα., τόσο διαφορετικού από τον σημερινό. Το αρχαιοελληνικό είναι το σύμπαν της θεωρίας. Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια ταυτίζει τη θεωρίαν με την ευδαιμονία και υποστηρίζει ότι είναι η κρατίστη κατ’ ἀρετήν ἐνέργεια. Είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να ερευνά τα πράγματα βάσει γενικών κανόνων, με τη βοήθεια που του προσφέρει ο Λόγος. Στους θεούς, που είναι απεξαρτημένοι από τους υλικούς όρους της επιβίωσης και από τα κατηγορήματα που αποδίδονται στην ανθρώπινη φύση και σχετίζονται με την εκτέλεση πράξεων –δικαιοσύνη, ανδρεία, γενναιοδωρία, φρόνηση-, μπορεί να αποδοθεί ένας και μοναδικός τρόπος δράσης: η διανοητική ενέργεια, η δυνατότητα της θεωρίας. Και ανάμεσα στους ανθρώπους μακάριος είναι εκείνος του οποίου η δράση μοιάζει με τη διανοητική δράση των θεών.

Πηγή για την εικόνα:
https://en.wikipedia.org/wiki/Medusa_(Caravaggio)#/media/File:Medusa_by_Caravaggio_2.jpg