Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Η αρχαία τέχνη σαν παραμύθι XIV


Αναρωτιόμουν κάθε φορά που περνούσα μπροστά από τον ναό του Ποσειδώνα πώς έκανε τόσο ζωντανό ο Πραξιτέλης, ο γλύπτης, αυτό το αγόρι. Πώς έπλασε με την τέχνη των χεριών του το σκληρό μέταλλο. Πώς έπλασε τα βλέφαρά του, τα μάτια του, τα χείλη του. Απ’ όλο το κορμί του στάθηκα μονάχα στο μισό του κεφάλι. Στο βλέμμα του. Δεν ήθελα να με παρασύρει η εικόνα του, το δυνατό κορμί του. οι αναμνήσεις πόναγαν την ψυχή μου. Μελίτης ήταν το όνομά του και ήταν από μάνα και κύρη Αθηναίος. Θυμόμουν που οδηγούσε γυμνός την πομπή των Παναθηναίων, κρατώντας το δάφνινο κλαδί στο χέρι. Στο λουσμένο με χυμούς της ελιάς κορμί του εξοστρακίζονταν οι ακτίνες του ήλιου κάνοντάς τον να λάμπει ολόκληρος.


Στο αλώνι, μισόγυμνος, τα ζωντανά βουκέντριζε με τη στεντόρεια φωνή του, κι αμέσως μετά το μάλωμα τα γλύκαινε. Τα κατορθώματα των ηρώων, που η πόλη μας τιμούσε, τραγούδαγε. Δεν είναι υπερβολή αυτό που θα σας πω, μέχρι τις παρυφές της Πάρνηθας ηχούσε η φωνή του. Αλλά και οι άρχοντες, όταν τους έπιανε η βιάση και ήθελαν να στείλουν μήνυμα κάτω στο λιμάνι, τον γοργοπόδαρο Μελίτη καλούσαν και αυτόν όριζαν ως αγγελιαφόρο. Γνώριζαν πως πριν αλλάξει θέση ο ήλιος αυτός θα πήγαινε και θα ερχόταν.
Μήπως και στον χορό ήταν αδέξιος; Τα πόδια του, της Τερψιχόρης χάρισμα, δεν πάταγαν στη γη. Στα δεκαπέντε του παραμέριζαν οι μεγαλύτεροι. πρωτοχορευτή τον ήθελαν. τη νέα γενιά καμάρωναν. Αυτό το χρέος είχαν κι αυτή ήταν η χαρά τους όσο κρατούσαν τα Μικρά Παναθήναια. Κι αυτός, ενθουσιασμένος, για δυο μέρες και δυο νύχτες, μπροστάρης ήταν στον χορό και πρώτος στο τραγούδι, και ακόμα πιο καλός στ’ αστεία και στα χωρατά.
Τα βλέμματα όλων γύρω του, και όχι μόνον των κοριτσιών, ήσαν στραμμένα πάνω του, αλλά ο Μελίτης δεν τα έβλεπε. Έδειχνε πως όλοι αόρατοι ήσαν, κι εγώ μαζί με όλους. Μόνον η θεά Αφροδίτη μπορεί να καταλάβει πώς ένιωσα όταν, μια μέρα που απουσίαζαν οι δικοί μου, χτύπησε τη θύρα του σπιτιού. Του άνοιξα και στη στιγμή άφησα τον νου στην άκρη κι έπεσα στην αγκαλιά του. Την ίδια στιγμή έγινα δική του, χωρίς υπόσχεση αρραβώνα, χωρίς λόγια που θολώνουν τη βούληση των κοριτσιών. Η ευτυχία μου σκίασε τον φόβο, κι όχι το αντίθετο. άντρωσε το μυστικό μου.
Μα δεν κράτησε πολύ η χαρά μου. Οι θεοί ζήλεψαν το δημιούργημά τους. Τον Πραξιτέλη κάλεσαν, κι αυτό με την απαράμιλλη τέχνη του αθάνατο τον έκανε. Και τώρα εγώ, μονάχη πια, περνώ από το ιερό κάθε αυγή και αντικρίζω τη ματιά που διαπερνά το μάρμαρο κι αγγίζει την ψυχή. 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρόκειται για χάλκινο άγαλμα έφηβου αθλητή, έργο της σχολής του Πραξιτέλη, που βρέθηκε το 1925 στη θαλάσσια περιοχή του Μαραθώνα, απ’ όπου και το όνομά του «Παις Μαραθώνος». Χρονολογείται στο 340-330 π.Χ. και φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής. 

Πηγή για την εικόνα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου