Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Η αρχαία τέχνη σαν παραμύθι XII


Κοίταξε αυτό το χέρι που απλώνεται ευγενικά. Κοίταξε πώς το ωρίμασε ο χρόνος. Πώς τα χρώματα της σήψης προσθέτουν με ακρίβεια τη δύναμη της τέχνης μου. Ναι, εγώ το έφτιαξα, ο Κλέων, ο Σικυώνιος. Πολλές γενιές πριν από μένα, άνδρες σπουδαίοι, που το δικό τους όνομα κληρονόμησα, υπηρέτησαν με πάθος τη γλυπτική τέχνη. Αλλά πέρασαν τα χρόνια και κανείς δεν με θυμάται πια. Και ούτε έχει σημασία. Μπορεί να μην υπάρχω, ναι. Μπορεί να μην ζω. Μπορεί να είμαι ένα μόριο του αέρα που παρασύρεται από τον άνεμο της αιωνιότητας. Μπορεί να μην είμαι ούτε καν μια υποψία στον νου των ανθρώπων. Όμως, αυτό που παραμένει ζωντανό, πιο ζωντανό από καθετί, είναι αυτό το χέρι, το δημιούργημά μου. Ίσως κάποιος περαστικός σκεφτεί πως ένας φιλόδοξος νέος, που το όνομά του κάπου χάθηκε μέσα στους αιώνες, έπλασε το κερί πάνω στο πυρίμαχο πρόπλασμα, και μετά με άλλο πυρίμαχο πηλό κάλυψε το κερί. Και από μια τρύπα στην κορυφή έχυσε το λιωμένο μέταλλο και, αφού το άφησε για ώρες πολλές να κρυώσει, έσπασε στο τέλος τον πηλό και όλων η καρδιά αγαλλίασε.


Έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Αγαλλίασε η ψυχή όσων περνούσαν από το αλσύλλιο του Ποσειδώνα, μα μόνον την καρδιά της Ήβης, της πανέμορφης εταίρας, δεν κατόρθωσε να συγκινήσει. Δεν το ήξερε η Ήβη πως το έφτιαξα γι’ αυτήν. Σ’ αυτήν άπλωσα μυστικά το χέρι μου. Ναι, αυτό το χέρι που βλέπετε εκλιπαρεί το δικό της χέρι. Για να κερδίσω ένα δικό της άγγιγμα έγιναν όλα, μα η καρδιά της δεν λύγισε ούτε μια στιγμή, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, ώσπου πήρε κι αυτήν κι εμένα ο χρόνος. 
Και έτσι έμεινε το χέρι μου απλωμένο, με την προσμονή ενός αγγίγματος. Σαν μια ιστορία που εξελίχθηκε μέσα στον χρόνο αλλά δεν γράφτηκε το τέλος της. Ακόμη κι όταν οι κλέφτες το σήκωσαν βίαια από το βάθρο του, ακόμη και όταν οι ληστές το ανέβασαν πάνω στο καράβι τους, ακόμη και όταν τα κύματα έστειλαν το καράβι των πειρατών στον βυθό της θάλασσας, ακόμη και όταν οξειδώθηκε από την αλμύρα, ακόμη και όταν ρόζιασε, όπως το χέρι του ψαρά που σφυρηλατείται από τον ήλιο, το αλάτι και τα κουπιά, το χέρι αυτό, το δικό μου χέρι, δεν έπαψε να εκλιπαρεί το δικό της χέρι, δεν έπαψε να εκλιπαρεί ένα δικό της άγγιγμα. Κι εσύ, θεατή, πρέπει να ξέρεις πως, όσο και αν φημίζεται ο ορείχαλκος για τη σκληράδα του, δεν έπαψε το χέρι αυτό να είναι φτιαγμένο από έναν τρυφερό και ανομολόγητο έρωτα που δεν το αφήνει να χαθεί μέσα στους αιώνες.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρόκειται για πολύ καλά διατηρημένο «ορφανό» χέρι που χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ. και βρέθηκε το 2017 κατά την ενάλια έρευνα στο σκαρί του περίφημου μηχανισμού των Αντικυθήρων.
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.

Πηγή για τις εικόνες:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου