Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Συμβόλαιο με τον διάβολο


Το 1450, την εποχή που ο Johannes Gutenberg χρειαζόταν χρήματα για να αναπτύξει την τυπογραφική επιχείρησή του, ο συνομήλικός του Johann Fust που του δάνεισε 800 φιορίνια εμπλεκόμενος έτσι κι αυτός ως συνεργάτης στην επιχείρηση.
Ο Fust, που καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Mainz, χρειάστηκε να περιμένει πέντε χρόνια ώσπου να δει ολοκληρωμένο το μεγαλεπίβολο σχέδιο εκτύπωσης της Βίβλου. Και μόλις η Βίβλος τυπώθηκε και άρχισε να κυκλοφορεί, εκείνος, όπως ήταν φυσικό, απαίτησε να του επιστραφούν τα χρήματά του. Όμως ο Gutenberg δεν διέθετε τα χρήματα και ο Fust τον μήνυσε.
Αυτά τα πέντε χρόνια που οι δυο άνδρες συνεργάστηκαν, στο τυπογραφείο δούλευε ως  μαθητευόμενος γραφέας ένας νεαρός ονόματι Peter Schoeffer ο οποίος παρέστη ως μάρτυρας στη δίκη των αφεντικών του παίρνοντας το μέρος του Fust. Πιθανολογείται ότι ο Schoeffer ήταν ανεψιός του Fust επιφορτισμένος να πληροφορεί τον θείο του για την πορεία του τυπογραφείου. Πάντως, μετά τη διακοπή της συνεργασίας μεταξύ του Gutenberg και του Fust, ο δεύτερος άρχισε να συνεργάζεται με τον Schoeffer ο οποίος, μάλιστα, ανανέωσε την τέχνη της τυπογραφίας. Το 1462 οι δύο συνεργάτες εξέδωσαν και αυτοί τη Βίβλο, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα η συνεργασία των δύο ανδρών επισφραγίστηκε από τον γάμο του Schoeffer με τη κόρη του Fust, την Christina.


Όμως, το όνομα του Fust εμπλέκεται σε μια άλλη πολύ περίεργη υπόθεση, μια υπόθεση μαγείας. Αν και ο ισχυρισμός δεν είναι αρκούντως τεκμηριωμένος, φαίνεται πως ο Fust κατηγορήθηκε ότι δούλευε για τον διάβολο. Ο λόγος ήταν η βίβλος του Gutenberg που πουλήθηκε στον Γάλλο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΑ΄. Το κόκκινο μελάνι με το οποίο είχε τυπωθεί θεωρήθηκε αίμα και τα πανομοιότυπα τυπογραφικά στοιχεία αποδόθηκαν στο χέρι του σατανά. Επιπλέον, οι άνθρωποι στο Παρίσι, όπου είχαν πουληθεί 50 τέτοιες Βίβλοι, ήταν αδύνατο να παραδεχτούν πως ένα βιβλίο μπορούσε να αναπαραχθεί σε τόσο σύντομο διάστημα. Βλέπετε, η τυπογραφία δεν τους ήταν ακόμη γνωστή και όλα αυτά θεωρήθηκαν καμώματα του διαβόλου. Λέγεται ότι ο Fust φυλακίστηκε για λίγο καιρό. Και ναι μεν απελευθερώθηκε και μπόρεσε να συνεχίσει τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, ωστόσο το όνομά του, ελαφρώς παρεφθαρμένο εξακολούθησε να συνδέεται με τη δύναμη του διαβόλου.


Μεταξύ 1588 και 1592, ο Christopher Marlowe, ακολουθώντας μια μακρά παλιότερη παράδοση, γράφει το έργο The Tragical History of the Life and Death of Doctor Faustus (Η τραγική ιστορία της ζωής και του θανάτου του Δρ Φάουστους). Και στα 1808 ο Johann Wolfgang von Goethe επινοεί τον αλαζόνα επιστήμονα που κερδίζει την αιώνια νεότητα συνάπτοντας συμφωνία με τον διάβολο, στο περίφημο έργο του Faust (Φάουστ).


Και αυτοί είναι λίγοι μόνον από τους ήρωες που γεννήθηκαν με έμπνευση τον επινοητικό τυπογράφο του 15ου αιώνα. Πάντως, ακόμη κι αν ο εντιμότατος κύριος Fust δεν υπήρξε η αρχή του κακού, ένας άλλος υποψήφιος είναι εξίσου πιθανός: ο Γερμανός αλχημιστής, αστρολόγος και θαυματοποιός Johann Georg Faust, που γεννήθηκε το 1480 και πέθανε το 1541.

Πηγές για τις εικόνες:

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Ήρωες του '21


Με δύο λιθογραφίες ηρώων της επανάστασης του 1821 φιλοτεχνημένες από Ευρωπαίους  φιλέλληνες υποδεχόμαστε τη φετινή επέτειο της 25ης Μαρτίου.
Η πρώτη απεικονίζει τον «μπουρλοτιέρη» της ελληνικής επανάστασης Κωνσταντίνο Κανάρη. Φιλοτεχνήθηκε από τον Δανό φιλέλληνα και τυχοδιώκτη Adam de Friedel κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα (1821-1824) και κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1825.


Η δεύτερη είναι προσωπογραφία (σκίτσο) του αρχιστράτηγου της ελληνικής επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Φιλοτεχνήθηκε το 1827 από τον φιλέλληνα αξιωματικό και αυτοδίδακτο εικονογράφο Karl Krazeisen, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό των Ελλήνων ως υπολοχαγός σώματος Βαυαρών εθελοντών σε πολλά πεδία μαχών. Τα σχέδια του Krazeisen λιθογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε λεύκωμα μετά την επιστροφή του στη Γερμανία, ενώ το 1926 αγοράστηκαν από την τότε ελληνική κυβέρνηση έναντι 200.000 δραχμών και επέστρεψαν στην Ελλάδα.


Πηγές:
Μετασχολιαστής: Ζωή Αντωνοπούλου-Τρεχλή

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Η αρχαία τέχνη σαν παραμύθι VII


Έμεινα ο μόνος ζωντανός μετά τη μάχη που έδωσε η φυλή μου πέρα στο λόφο. Από τους εχθρούς δυο-τρεις απέμειναν, κι αυτοί βαριά λαβωμένοι. Χώθηκαν μέσα στη λόχμη για να σωθούν. Έθαψα τους δικούς μου εκεί όπου έπεσαν και πήγα στο ρυάκι να πλυθώ. Σαν το νερό που τρέχει φάνηκε να είναι η ζωή μου και για ώρα πολύ το κοίταζα να τρέχει στην πλαγιά. Έτσι νόμισα, μα δεν το έβλεπα. Σε ένα βότσαλο είχε σταθεί η ματιά μου. Ένα τόσο δα βότσαλο, σαν πλακουτσό καρύδι, ήταν ξαπλωμένο στην κοίτη του ρυακιού. Το πήρα στα χέρια μου. Το έπαιξα στα δάχτυλά μου. Μου άρεσε το χρώμα και η γυαλάδα του. Με μια αιχμηρή λεπίδα από οψιανό, που είχα για να γδέρνω τα κυνήγια, χάραξα μια γραμμή επάνω του, την άλλη μέρα άλλη μια. Σε έξι μέρες, με έξι μοναχά γραμμές η θλίψη μου πήρε μορφή. 


Την έβδομη μέρα πήρα τον δρόμο για τη θάλασσα. Τον ήξερα τον δρόμο. Έφτασα κατά το σούρουπο. Η κόρη του ψαρά καθόταν στην ακροθαλασσιά και είχε υγρά τα μάτια. Πήρε το δώρο σιωπηλά και άκουσε με προσοχή την ιστορία μου.
«Αυτή η πέτρα ας ξορκίσει το κακό», είπε σαν τέλειωσα.
Το ένα της χέρι έσφιξε με δύναμη το σκαλισμένο βότσαλο, το άλλο ακούμπησε τρυφερά πάνω στο δικό μου.
 «Χθες το πρωί τα κύματα πήραν τον κύρη μου μαζί τους», είπε και έγειρε το κεφάλι.

Σημείωση: Πρόκειται για βότσαλο πάνω στο οποίο βρίσκεται εγχάρακτη μια καθιστή μορφή, η οποία αποδίδεται εντελώς μινιμαλιστικά –πολύ κοντά στον τρόπο του μοντερνισμού.. Χρονολογείται στη νεολιθική περίοδο, βρέθηκε στο Στεφανοβίκειο (Μαγούλα Καραμουρλάρ) της Μαγνησίας και εκτίθεται στο Μουσείο του Βόλου.
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.

Πηγή για την εικόνα:

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Περί του κακού (Μέρος Β΄)


Μετά τον καταστροφικό σεισμό της Λισαβόνας (δες προηγούμενη ανάρτηση), το κακό αρχίζει να εξετάζεται όχι πια υπό τη θεολογική, αλλά υπό την κοινωνική του διάσταση. Ο Γερμανός φιλόσοφος Immanuel Kant προσπαθεί πρώτος να διαχωρίσει τα μεταφυσικά από τα λογικά επιχειρήματα περί του κακού.


Βασικός άξονας της σκέψης του Kant είναι το χάσμα ανάμεσα στο είναι και στο δέον. Τρομακτικά πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο, λέει ο φιλόσοφος, όμως αυτός καταστατικά πρέπει να λειτουργεί. Έτσι, η ύπαρξη του κακού σημαίνει ότι εμείς οι άνθρωποι δεν ακολουθούμε τον ηθικό νόμο εντός μας (the moral law within). Σημαίνει ότι ενεργούμε ενάντια στη λογική, ότι κάνουμε κατάχρησή της.
Από τον Kant και μετά αρχίζει να αναπτύσσεται μια σαφής αντίληψη του καλού και του κακού συνδεδεμένη με τη λογική. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς, η νεωτερικότητα σημαδεύεται από την ανάδυση της λογικής. Η ανθρώπινη συμπεριφορά αποτιμάται βάσει της πίστης μας στη λογική, ενώ και στις κοινωνικές επιστήμες κυριαρχεί η έννοια της έλλογης επιλογής, καθώς και η ιδέα του homo economicus, του ανθρώπου που λαμβάνει ατομικές αποφάσεις υπολογίζοντας τη μέγιστη ωφέλεια που προκύπτει από αυτές.
Το Auschwitz, κατά τον 20ό αιώνα, αποτελεί ορόσημο για τη μεταβολή αυτής της αντίληψης. Τρία εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν εκεί εξαιτίας της συνεπούς εφαρμογής της λογικής και της επιστήμης. Το κακό όχι μόνο δεν είναι αντίθετο προς τη λογική, αλλά βρίσκεται πολύ πιο κοντά της απ’ ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε: αυτό υποστηρίζει η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Hannah Arendt, χαρακτηρίζοντας το κακό κοινότοπο και εξηγώντας ότι δεν χρειάζεται να έχει κάποιος κακές προθέσεις για να το διαπράξει, όπως ισχυριζόταν ο Kant. Ούτε διαθέτει δαιμονική πλευρά, αλλά εξαπλώνεται και καταλαμβάνει τον χώρο σαν μύκητας.


Κατά τον 20ο αιώνα, οι διανοούμενοι αρχίζουν να αμφισβητούν τη δύναμη της λογικής στον τομέα της λήψης απόφασης σε ατομικό επίπεδο. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και οι δύο ολοκληρωτισμοί που εμφανίστηκαν αποτελούν τις αιτίες αυτής της αμφισβήτησης. Η μετανεωτερικότητα είναι ακόμα πιο ριζοσπαστική: η πρόοδος στην ανθρώπινη ιστορία αποσυνδέεται από τη λογική. Το κακό παύει να είναι το αντίθετο της λογικής και της προόδου. 
Αντιθέτωςη λογική και η πρόοδος το ενισχύουν.

Πηγές για τις εικόνες:

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Περί του κακού (Μέρος Α΄)


Το πρωί της 1ης Νοεμβρίου 1755 η Λισαβόνα, μία από τις πιο πλούσιες πόλεις της εποχής, συγκλονίστηκε από έναν σεισμό για τον οποίο οι μαρτυρίες λένε ότι διήρκεσε δέκα λεπτά. Ο ουρανός γέμισε σκόνη τη στιγμή που τα σπίτια κατέρρεαν. Μετά τον σεισμό, φωτιά εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την πόλη. Ένα σωρό άνθρωποι έτρεξαν προς το λιμάνι για να σωθούν. Όμως, ο σεισμός προκάλεσε τσουνάμι. Τα τεράστια κύματα που σηκώθηκαν κατέπνιξαν όσους είχαν ζητήσει καταφύγιο εκεί.


Αυτό το τρομακτικό γεγονός υπήρξε η αφορμή ώστε οι άνθρωποι να ξανασκεφτούν πώς ορίζεται και από πού προέρχεται το κακό. Μέχρι τότε κυριαρχούσε η μεσαιωνική αντίληψη ότι υπάρχουν στον κόσμο δύο είδη κακού: το φυσικό κακό (ένας σεισμός, ένα τσουνάμι κ.λπ.), που προέρχεται από τον Θεό ως τιμωρία για τις αμαρτίες μας, και το ηθικό κακό, που οφείλεται στις δικές μας αποφάσεις ως αποτέλεσμα της αποξένωσής μας από τον Θεό.
Αφετηρία αυτής της διάκρισης ήσαν οι ιδέες που διατύπωσε ο Ιερός Αυγουστίνος σχετικά με την κοσμική ιεράρχηση. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, καθετί αξιολογότερο και αγαθότερο βρίσκεται ψηλά, κοντά στον Θεό, ο οποίος θυμίζει το πλατωνικό αγαθό, ενώ καθετί που βρίσκεται χαμηλά είναι πολύ κοντά στο μηδέν, χωρίς ωστόσο να είναι ολοκληρωτικά μηδέν. Όσον αφορά στο καλό και στο κακό, το επιχείρημά του συνοπτικά είναι ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο ο οποίος είναι καλός, όπως δημιούργησε και τον άνθρωπο, ο οποίος ζούσε αρχικά στον παράδεισο αλλά, λόγω της ανυπακοής του, εξέπεσε. Το κακό δεν έχει, όπως υποστηρίζει ο Αυγουστίνος, αυτόνομη ύπαρξη, αλλά αποτελεί συνέπεια της πτώσης του ανθρώπου, της ελεύθερης έφεσής του προς το κακό. Το προπατορικό αμάρτημα, εν συνεχεία, καταδίκασε όλους τους ανθρώπους να είναι επιρρεπείς στην αμαρτία.


Όμως, σε αυτό το πλαίσιο σκέψης και με δεδομένους τρεις βασικούς ισχυρισμούς: α) το κακό υπάρχει, β) ο Θεός είναι αγαθός και γ) ο Θεός είναι παντοδύναμος, εμφανίζεται ένα λογικό πρόβλημα το οποίο δεν μπορεί να επιλυθεί. Πρόκειται για το πρόβλημα της θεοδικίας, όπως τίθεται από έναν άλλο φιλόσοφο, τον Gottfried Wilhelm Leibniz. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι τα παρακάτω. Γιατί, εφόσον ο Θεός θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν κόσμο με λιγότερα εγκλήματα και δυστυχίες, να υπάρχει το έγκλημα; Γιατί ο Θεός να δημιουργήσει την αιώνια κόλαση ως τιμωρία για πεπερασμένο αριθμό αμαρτιών; Γιατί να υπάρχει ο πόνος; Ο Θεός είναι ανώτερος ή κατώτερος από τη λογική; Αν θεωρήσουμε τη λογική ανώτερη, τότε ο Θεός είναι αδύναμος. Αν θεωρήσουμε τον Θεό ανώτερο, τότε η σχέση ανάμεσα στην ενοχή και στην τιμωρία, ανάμεσα στο καλό και στο κακό, είναι τυχαία.
Σύμφωνα με τον Leibniz , οι πράξεις του Θεού γίνονται για το καλό μας. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει ένας δεσμός ανάμεσα στην αμαρτία και στον πόνο, ακριβώς επειδή ο Θεός δημιούργησε τον καλύτερο δυνατό κόσμο. Η αμαρτία, με την έννοια του ηθικού κακού, πρέπει κατά συνέπεια να συνδέεται με τον πόνο, με την έννοια του φυσικού κακού, παρότι δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε την αιτιότητα.


Αυτές ακριβώς τις αντιλήψεις απέδειξε ανεπαρκείς ο σεισμός της Λισαβόνας. Γιατί συνέβη ο σεισμός; Γιατί συνέβη στη Λισαβόνα; Γιατί συνέβη την ημέρα της μεγάλης γιορτής των Αγίων Πάντων; Και γιατί τόσες εκκλησίες καταστράφηκαν, ενώ οι οίκοι ανοχής κατά το μεγαλύτερο μέρος τους δεν έπαθαν ζημιές;
Μαζί με τα κτήρια της Λισαβόνας, κατέρρευσε έκτοτε και η αντίληψη ότι το φυσικό κακό είναι συνδεδεμένο με το ηθικό. Στο εξής, οι φιλόσοφοι ενδιαφέρθηκαν να μελετήσουν αποκλειστικά το ηθικό κακό, εκείνο που διαπράττεται και εξαρτάται από τον άνθρωπο.

Πηγές για τις εικόνες:

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Το οντολογικό επιχείρημα: Descartes και Kant


Μπορούμε να συλλάβουμε ένα τρίγωνο το άθροισμα των γωνιών του οποίου να μην είναι 180ο;  Η απάντηση είναι όχι, επειδή κάτι τέτοιο θα συνιστούσε αντίφαση. Ομοίως, δεν μπορούμε να συλλάβουμε ένα απολύτως τέλειο ον από το οποίο να λείπει η ιδιότητα της ύπαρξης. Αυτό υποστηρίζει ο Descartes στον 5ο Στοχασμό του, επαναφέροντας κατά τον 17ο αιώνα το επιχείρημα που ανέπτυξε έξι αιώνες νωρίτερα ο Anselm του Canterbury. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον φιλόσοφο, η ύπαρξη αποτελεί κατηγόρημα της τελειότητας και, κατά συνέπεια, εφόσον συλλαμβάνουμε με τον νου μας ένα απολύτως τέλειο ον, αυτό το απολύτως τέλειο ον πρέπει να υπάρχει.
Τότε γιατί να μην υπάρχει και το φανταστικό νησί του Gaunilo; Ο Descartes, για να υπερβεί το αδιέξοδο, διακρίνει τρία είδη ιδεών: α) τις έμφυτες ιδέες (αυτές που υπάρχουν μέσα μας, όπως η έννοια της ύπαρξης του αριθμού, της διάρκειας κ.λπ.), β) τις επίκτητες ιδέες (αυτές που προέρχονται από τον έξω κόσμο) και γ) τις ιδέες που είναι επινοημένες από εμάς τους ίδιους. Το νησί του Gaulino ανήκει στο τρίτο είδος, ενώ η ιδέα του Θεού είναι έμφυτη, διευκρινίζει ο Descartes, εξηγώντας ότι θα ήταν αδύνατο εμείς, ως πεπερασμένα και ατελή όντα, να επινοήσουμε την ιδέα ενός τέλειου όντος, αν κάποιο εξίσου τέλειο ον –προφανώς, ο Θεός- δεν την μας την είχε εμφυτεύσει. Άρα, καταλήγει ο φιλόσοφος, ο Θεός υπάρχει.


Απάντηση στον Descartes ανέλαβε να δώσει ο Kant στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, αναδιατυπώνοντας ουσιαστικά το επιχείρημα του Gaulino. Η επιχειρηματολογία του προϋποθέτει διάκριση ανάμεσα σε αναλυτικές και συνθετικές κρίσεις. Στις πρώτες το κατηγόρημα εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου, σε αντίθεση με τις δεύτερες. Η ύπαρξη, ισχυρίζεται ο Kant, δεν αποτελεί κατηγόρημα, το οποίο, εάν αφαιρεθεί, θα αλλάξει το περιεχόμενο της έννοιας του τέλειου όντος (πρόκειται, δηλαδή, για αναλυτική κρίση). Σύμφωνα με τον Kant, το οντολογικό επιχείρημα ισχύει μόνον εάν η ύπαρξη είναι κατηγόρημα. Εάν δεν είναι, τότε το οντολογικό επιχείρημα χάνει την ισχύ του, καθώς μπορούμε να συλλάβουμε ένα απολύτως τέλειο ον δίχως αυτό να υπάρχει.
Βάσει των παραπάνω, όταν οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι ο Θεός δεν υπάρχει, εννοούν ότι υπάρχει ένας Θεός από τον οποίο λείπει η ιδιότητα της ύπαρξης, βεβαιώνοντας και αρνούμενοι ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη του Θεού. Πάντως, οπωσδήποτε, το να λέμε ότι κάτι υπάρχει ισοδυναμεί με το να λέμε ότι η έννοια αυτού του πράγματος αντανακλάται στον κόσμο. Έτσι, υποδεικνύει ο Kant, η ύπαρξη δεν αποτελεί ιδιότητα του πράγματος, αλλά ιδιότητα της έννοιας η οποία αντιστοιχεί σε κάτι εντός του κόσμου. Απλούστερα, το μέγεθος, το βάρος ή το χρώμα ενός αντικειμένου δεν αλλάζουν εάν προσθέσουμε ότι το αντικείμενο υπάρχει. Εάν πούμε ότι το αντικείμενο υπάρχει δεν λέμε τίποτα για το ίδιο το αντικείμενο, διαπιστώνουμε μόνον ότι ο κόσμος περιλαμβάνει κάτι που ταιριάζει με την έννοια του αντικειμένου.


Επομένως, σύμφωνα με τον Kant, ένας Θεός που υπάρχει και ένας Θεός που δεν υπάρχει είναι το ίδιο και το αυτό. Ένας Θεός που υπάρχει είναι παντοδύναμος, παντογνώστης και πανταχού παρών. Και ένας Θεός που δεν υπάρχει είναι επίσης παντοδύναμος, παντογνώστης και πανταχού παρών. Αν κάτι τέτοιο είναι αληθινό, τότε ο ισχυρισμός του Anselm ότι ένας υπαρκτός Θεός είναι μεγαλύτερος από έναν μη-υπαρκτό είναι εσφαλμένος και, άρα, το οντολογικό του επιχείρημα καταρρίπτεται.

Πηγές για τις εικόνες:

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Το οντολογικό επιχείρημα: Anselm και Gaunilo


Ο Anselm έζησε κατά τον 11ο αιώνα. Βενεδικτίνος μοναχός στην αρχή, έγινε αρχιεπίσκοπος του Canterbury στη συνέχεια και θεωρείται ένας από τους διαπρεπέστερους θεολόγους και φιλοσόφους του Μεσαίωνα. Ο Anselm διατύπωσε το λεγόμενο «οντολογικό επιχείρημα» για την ύπαρξη του Θεού.
Πρόκειται στην ουσία για ένα a priori επιχείρημα (η γνώση της ύπαρξης του Θεού προηγείται της εμπειρίας) που συνιστά έναν λογικό συλλογισμό βασισμένο στην εις άτοπον απαγωγή (μέθοδος κατά την οποία η αλήθεια μιας πρότασης αποδεικνύεται βάσει του γεγονότος ότι η αντίθετή της είναι ψευδής ή λανθασμένη).


Ο Anselm, στο έργο του Proslogion (Προσλόγιο, 1077 μ.Χ.), ισχυρίζεται:
1. Ο Θεός είναι εξ ορισμού το τελειότερο ον που μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους.
2. Αν από αυτό το τελειότερο ον αφαιρέσουμε την ιδιότητα της ύπαρξης, τότε παύει να είναι τέλειο.
Συνεπώς, η υπόθεση πως ο Θεός δεν υπάρχει δεν μπορεί παρά να είναι ψευδής.
Ή, σύμφωνα με άλλη διατύπωση:
1. Ο Θεός είναι το μεγαλύτερο ον που μπορεί να υπάρξει.
2. Αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε χρειάζεται να φανταστούμε ένα άλλο ον το οποίο υπάρχει και είναι, άρα, μεγαλύτερο από τον Θεό, πράγμα αδύνατο.
Άρα, ο Θεός υπάρχει.
Το επιχείρημα του Anselm, προσπαθώντας να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού δίχως αναφορά στον εξωτερικό κόσμο αλλά βασισμένο αποκλειστικά στον τυπικό ορισμό της έννοιας του Θεού, δεν είναι ισχυρό, πράγμα που πρώτος εντόπισε ένας άλλος σύγχρονός του Βενεδικτίνος μοναχός, ο Gaunilo του Marmoutier. Ο Gaunilo στο έργο του In Behalf of the Fool υποστήριξε ότι δεν μπορούμε αυθαίρετα να περάσουμε από την ιδέα στην πραγματικότητα (de posse ad esse non fit illatio) και αντιμετώπισε το επιχείρημα του Anselm επινοώντας ένα νησί πολύ μεγαλύτερο και τελειότερο από οτιδήποτε μπορούμε να φανταστούμε. Το νησί του ήταν γεμάτο από φρούτα, εξωτικά δένδρα και ζώα, ενώ ήταν έρημο από ανθρώπους πράγμα που το καθιστούσε ακόμη τελειότερο. Άπαξ και το φανταζόμαστε, τότε το νησί υφίσταται στο μυαλό μας, άρα, σύμφωνα με τον Anselm, θα πρέπει να υπάρχει και στην πραγματικότητα. Όμως, λέει ο Gaunilo, δεν γίνεται να εμφανίσουμε δια μαγείας ένα νησί στον κόσμο μόνο και μόνο επειδή φανταστήκαμε με τι μοιάζει. Εξάλλου, θα μπορούσαμε θαυμάσια να φανταστούμε ένα νησί με ακόμα μεγαλύτερο μήκος ακτών, πράγμα που θα οδηγούσε σε παραλογισμό.


Ο ισχυρισμός, λοιπόν, ότι κάτι είναι πραγματικό δεν κάνει αυτόματα αυτό το κάτι πραγματικό. Και ένας συλλογισμός στηριγμένος σε παρόμοιο ισχυρισμό είναι λογική πλάνη (φαύλος κύκλος), καθώς χρησιμοποιεί ως αρχική υπόθεση το αποδεικτέο. Με άλλα λόγια, αν θέλουμε να αποδείξουμε ότι οι μονόκεροι υπάρχουν, δεν αρκεί να σκεφτούμε την έννοια «μονόκερος». Χρειάζεται να ανοιχτούμε στον κόσμο και να διενεργήσουμε μία εμπειρική έρευνα χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις μας. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε αν θέλουμε να αποδείξουμε ότι οι μονόκεροι δεν υπάρχουν. Φαίνεται, επομένως, ότι μόνον η εμπειρική μέθοδος μπορεί να θεμελιώσει θετικές και αρνητικές υπαρκτικές αξιώσεις. Ωστόσο, υπάρχουν εξαιρέσεις: μπορούμε να αποδείξουμε ορισμένες αρνητικές υπαρκτικές αξιώσεις με απλή αναφορά στο περιεχόμενο της έννοιας. Για παράδειγμα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχει στον κόσμο  τετράγωνος κύκλος χωρίς να ελέγξουμε κάθε πέτρα επί γης. Μπορούμε απλώς να σκεφτούμε ότι η έννοια «τετράγωνος κύκλος» είναι καταστατικά αντιφατική. Με αυτόν τον τρόπο, η ίδια η έννοια μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κάτι που να είναι ταυτόχρονα και τετράγωνο και κύκλος. Μήπως το οντολογικό επιχείρημα του Anselm θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με αυτόν τον τρόπο; Μήπως το να υποστηρίξουμε ότι ο Θεός δεν υπάρχει θα ήταν σαν να λέμε ότι υπάρχουν τετράγωνοι κύκλοι;
Ο Anselm, πάντως, στην απάντησή του, δεν προσπαθεί καθόλου να αντιμετωπίσει την ουσία των ενστάσεων, απλώς υποστηρίζει ότι ο Gaunilo παρανόησε το επιχείρημά του το οποίο ούτως ή άλλως –επισημαίνει- ισχύει για τον Θεό και όχι για νησιά.

Πηγές για τις εικόνες:

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Χάντρες και καθρεφτάκια


Το 1992 η Αμερική γιόρταζε τα 500 χρόνια από τότε που ο Χριστόφορος Κολόμβος προσάραξε με το πλοίο του στη Β. Αμερική. Εκείνη τη χρονιά, μια ινδιάνα καλλιτέχνις, η Jaune Quick-to-See Smith, ως αντίδραση στους εορτασμούς δημιούργησε μια ολόκληρη σειρά πινάκων με το όνομα The Quincentenary Non-Celebration, μέρος της οποίας είναι ο μνημειώδης πολυμεσικός πίνακας Trade (Gifts for Trading Land with White People).



Χωρισμένος σε τρία μέρη, ο πίνακας θυμίζει έντονα μεσαιωνικό θρησκευτικό τρίπτυχο. Η επιφάνειά πίνακα αποτελείται από πολλαπλές στρώσεις εικόνων και αντικειμένων που παραπέμπουν στις διαστρωματώσεις της ιστορίας και αντικατοπτρίζουν τη σχέση των ντόπιων πληθυσμών με εκείνους που κατέφθασαν στη νέα ήπειρο. Η Smith κάλυψε τον καμβά με άρθρα από την εφημερίδα της φυλής της, την Char-Koosta, με φωτογραφίες από κόμικς, περιτυλίγματα από συσκευασίες ταμπάκου και τσιχλών, με χάρτνες ταμπέλες φρούτων, διαφημίσεις και άλλα αντικείμενα από αυτά που αποτελούν στερεοτυπικές αναφορές στους ιθαγενείς Αμερικανούς. Ανακάτεψε κείμενα με φωτογραφίες ελαφιών και βουβαλιών, καθώς και ιθαγενών ντυμένων με την παραδοσιακή τους ενδυμασία να κρατούν πίπες και να φορούν φτερά στο κεφάλι. Δημιούργησε λευκές, κίτρινες και πράσινες επιφάνειες, αλλά και κόκκινες που παραπέμπουν στο αίμα, στην οργή, στη θυσία. Στην τελευταία στρώση, η Smith ζωγράφισε ένα κανό, όμοιο περίπου σε μέγεθος με ένα αληθινό, σαν εκείνα που κατά τον 18ο και 19ο αιώνα χρησιμοποιούσαν ιθαγενείς και μη ιθαγενείς Αμερικανοί εξερευνητές και έμποροι για να ταξιδεύουν μέσα από τους υδάτινους δρόμους της Βόρειας Αμερικής. Στο πάνω μέρος του πίνακα, κρεμασμένα σε σκοινί μπουγάδας, η Smith τοποθέτησε παιχνίδια και σουβενίρ από την παράδοση των ιθαγενών: αναμνηστικά αθλητικών ομάδων, ένα παιδικό τόμαχοκ, μοκασίνια, μια φαρέτρα με ένα βέλος, μια πλαστική κούκλα κι ένα σωρό άλλα μπιχλιμπίδια. Η Smith μοιάζει να τα προσφέρει για να ξανακερδίσει τη χαμένη, την «κλεμμένη» γη των ιθαγενών φυλών, η οποία κάποτε πουλήθηκε στους λευκούς με αντάλλαγμα ακριβώς τέτοια φτηνά και δίχως αξία αντικείμενα. Επιπλέον, όλη αυτή η «μπουγάδα» είναι ένα σχόλιο για τη σύγχρονη ζωή των ιθαγενών, αφού θυμίζει ότι η κουλτούρα τους εμπορευματοποιήθηκε και ότι πραγματική αξία αυτών των αντικειμένων έχει οριστικά χαθεί.

Πηγή για την εικόνα: