Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Η αρχαία τέχνη σαν παραμύθι V


Ένα ναυτάκι ήταν, πανέμορφο, λεβεντάκι με τα όλα του. Αμούστακο αγόρι ήταν όταν πρωτοπάτησε το πόδι του στα μέρη της Φοινίκης, κι εγώ μικρό κορίτσι. Μα μέσα σε δυο καλοκαίρια το χνούδι φούντωσε στο πρόσωπό του. Ήρθε και με βρήκε στο ιερό της Αστάρτης
«Έλα μαζί μου», είπε.                                              
«Βασίλισσα θα μ’ έχεις», του είπα πειραχτικά. «Αυτό λένε τ’ αγόρια».  
«Όχι», μου απάντησε σοβαρά. «Βασίλισσες στον κόσμο υπάρχουν πολλές και όλες ζουν στη σκιά του βασιλιά τους, εσύ θα είσαι κάτι παραπάνω».
«Μου κρύβεις τα καλύτερα και θες να σε πιστέψω;»
«Τίποτα δεν σου κρύβω. Να με αγαπήσεις, μόνο αυτό ζητώ».
«Μα είσαι νέος ακόμη. Μόλις φύτρωσε το χνούδι στο πηγούνι σου». 
«Τη θέληση που κρύβεται από κάτω θέλω να δεις».
«Και πού θα με πάει το πλοίο; Σε ποιο λιμάνι θα πιάσουμε; Πού μένουν οι δικοί σου;»
«Στο θεϊκό βουνό θα μας πάει. Εκεί όπου μεγάλωσε ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών».
«Καράβι σε βουνό; Δεν ακούς συχνά τέτοιες παραδοξότητες. Μα πάλι σκέφτομαι: κι αν μείνω εδώ;»
«Το ξέρεις πως η πατρίδα σου θα χαθεί».
«Πώς το ξέρεις; Είσαι μάντης;»
«Είμαι ό,τι φαίνομαι στα μάτια σου».
«Δεν μπορώ να πω, ασκείς πάνω μου μια γοητεία μοναδική, μα από την άλλη σκέφτομαι κιόλας».
«Αυτή είναι η προίκα που σου έδωσαν οι θεοί, μεγαλομάτα μου».
«Κι αν έρθω μαζί σου;»
«Θα μπορούσα να σου πω πως θα σε κάνω αθάνατη, μα ποιος πιστεύει έναν ναύτη».
«Έχεις δίκιο. Θέλω να σε πιστέψω και θα το κάνω, όχι γιατί με έπεισες αλλά γιατί χθες το βράδυ είδα ένα παράξενο όνειρο».
«Πες μου τι είδες».
«Είδα τον αδελφό μου Κάδμο, που λείπει στο κυνήγι, μαζί με τον ποιητή Μουσαίο που μαντεύει του κόσμου τα δεινά, να μου λένε πως ένα πλοίο με περιμένει στο λιμάνι. Δικό σου πλοίο είναι;»
«Τρία καλοκαίρια πιάνω σκάλα στο λιμάνι της Βύβλου».
«Μου είπε ακόμη πως ένας άρχοντας από την Περσία με χιλιάδες πολεμιστές έρχεται να με κλέψει».
«Τα είπε όλα ο Μουσαίος. Τι άλλο μένει να πω εγώ;»
«Παρά την απειλή σε δίλημμα βρίσκομαι».
«Σκέψου πως ίσως γεννήθηκες για να βλέπεις όλο τον κόσμο και όχι ένα μικρό μέρος του».
«Ας γίνει τότε το θέλημα των θεών».
«Τώρα μιλάς σωστά. Βρες ένα λόγο να φθάσεις ως τη θάλασσα».
«Οι φίλες μου θα με συνοδεύουν. Καμιά δεν θα ξέρει τι πάω να κάνω».
«Έτοιμο θα έχω το καράβι».



Έτσι έγινε. Κατέβηκα στη θάλασσα με μια γιρλάντα στο λαιμό. Με τη βοήθεια του ναύτη μου πάτησα πάνω στο ξύλο. Το ακρόπρωρο τράβηξε τη ματιά μου. Ένας κατάλευκος ταύρος με χρυσά κέρατα στόλιζε το καράβι. Πήγα κοντά στο θεϊκό στολίδι. Του χάιδεψα την πονηρή μουσούδα και αφού ανέβηκα πάνω του πέρασα τη γιρλάντα στα χρυσά του κέρατα. Αμέσως το πλοίο άφησε πίσω τη στεριά. Τρίτωνες μας συνόδευαν και πανέμορφες Νηρηίδες έψελναν τον Υμέναιο. Τρομαγμένες έσυραν φωνή οι φίλες μου.
«Ευρώπη! Ευρώπη!» φώναζαν και τα χέρια τους μια ικέτευαν στον ουρανό και μια χτυπούσαν τα μηνίγγια τους.
«Μην φοβάστε», τους φώναξα. «Κανείς δεν χάνεται αν τον πιάσουν στο στόμα τους οι ποιητές».

Σημείωση: Η στάμνος είναι μεγάλο ανοιχτό αγγείο, με χαμηλό λαιμό και δύο μικρές οριζόντιες λαβές στο επάνω μέρος του σώματος, που προοριζόταν για την αποθήκευση υγρών. Η ερυθρόμορφη στάμνος που παρουσιάζεται εδώ, με διακοσμητικό θέμα την αρπαγή της Ευρώπης από τον ταύρο, κατασκευάστηκε πιθανόν το 480 π.Χ. και σήμερα βρίσκεται στο Museo Archeologico Nazionale Tarquiniense..
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.

Πηγή για την εικόνα:
https://en.wikipedia.org/wiki/Europa_(mythology)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου