Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Tin Pan Alley


Μεταξύ της Πέμπτης και της Έκτης λεωφόρου στο Μανχάταν υπάρχει ένας δρόμος που είναι γνωστός με το όνομα Tin Pan Alley. Τι σημαίνει το όνομά του κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι προέρχεται από μια παλιά συνήθεια των Αμερικανών να χρησιμοποιούν τενεκεδένια δοχεία για να κάνουν θόρυβο την παραμονή της πρωτοχρονιάς.  Άλλοι λένε ότι πρόκειται για μια έκφραση που χρονολογείται στον 19ο αιώνα και περιγράφει τον ήχο (την κακοφωνία, στην πραγματικότητα) που βγάζει το πιάνο όταν προσπαθεί να παίξει σ’ αυτό κάποιος μετριότατος πιανίστας. Κάπως σαν να χτυπάνε κατσαρολικά. Και κάποιο άλλοι λένε ότι προέρχεται από τη συνήθεια των μουσικών εκδοτών που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή να προσλαμβάνουν πιανίστες για δοκιμαστικά τραγουδιών, έτσι ώστε να μπορούν να πουλήσουν τις παρτιτούρες τους στους επίδοξους αγοραστές. Έτσι κι αλλιώς, εκείνη την εποχή πνευματικά δικαιώματα δεν υπήρχαν και κάθε εκδότης προσπαθούσε να πουλήσει τη δική του εκδοχή κάθε δημοφιλούς τραγουδιού. Ο «θόρυβος» από τα πιάνα που ταξίδευε από τα παράθυρα των κτηρίων και πλημμύριζε τον δρόμο τού έδωσε, λοιπόν, αυτό το όνομα.


Όποια όμως και να είναι η προέλευση του ονόματος, ένα είναι βέβαιο: ότι η περιοχή ταυτίστηκε με την αμερικανική μουσική των αρχών του 20ού αιώνα. Πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες άρχισαν την καριέρα τους σ’ εκείνον τον δρόμο. Συγχρόνως, η περιοχή ήταν ο τόπος γέννησης της αμερικανικής μουσικής βιομηχανίας. Η μουσική που εκεί παραγόταν, αποτυπωνόταν στις παρτιτούρες και διετίθετο στην αγορά ως εμπόρευμα για μαζική κατανάλωση. Ήταν μια μουσική που προοριζόταν για τα λαϊκά στρώματα, τα οποία, όπως υποστηρίζουν οι επικριτές της, δεν διέθεταν ούτε την παιδεία ούτε τους πόρους για να απολαμβάνουν αυτήν που εθεωρείτο «υψηλή» τέχνη. Τούτη η μουσική από τα μισοξεκούρδιστα πιάνα είναι μία από τις εκφάνσεις αυτού του καλλιτεχνικού φαινομένου που αργότερα θα ονομαστεί «pop art». 


Η Tin Pan Alley γνώρισε μεγάλη δόξα για δύο δεκαετίες, μέχρι περίπου το 1910. Έπειτα, οι μεγάλοι μουσικοί εκδότες άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαταλείπουν την περιοχή για το πιο ελκυστικό εμπορικά Broadway. Πάντως, γύρω στο 1930, την εποχή της μεγάλης ύφεσης, ο φωνόγραφος και το ραδιόφωνο αντικατέστησαν τη διάδοση της μουσικής μέσα από την κυκλοφορία παρτιτούρας και η  Tin Pan Alley άρχισε να χάνει τη λάμψη της. Μόνο τα κτήρια που εξακολουθούν να διατηρούνται θυμίζουν την παλιά της ακμή, κομμάτι της αμερικανικής πολιτιστικής ιστορίας.

Πηγή για τις εικόνες:

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Η αρχαία τέχνη σαν παραμύθι V


Ένα ναυτάκι ήταν, πανέμορφο, λεβεντάκι με τα όλα του. Αμούστακο αγόρι ήταν όταν πρωτοπάτησε το πόδι του στα μέρη της Φοινίκης, κι εγώ μικρό κορίτσι. Μα μέσα σε δυο καλοκαίρια το χνούδι φούντωσε στο πρόσωπό του. Ήρθε και με βρήκε στο ιερό της Αστάρτης
«Έλα μαζί μου», είπε.                                              
«Βασίλισσα θα μ’ έχεις», του είπα πειραχτικά. «Αυτό λένε τ’ αγόρια».  
«Όχι», μου απάντησε σοβαρά. «Βασίλισσες στον κόσμο υπάρχουν πολλές και όλες ζουν στη σκιά του βασιλιά τους, εσύ θα είσαι κάτι παραπάνω».
«Μου κρύβεις τα καλύτερα και θες να σε πιστέψω;»
«Τίποτα δεν σου κρύβω. Να με αγαπήσεις, μόνο αυτό ζητώ».
«Μα είσαι νέος ακόμη. Μόλις φύτρωσε το χνούδι στο πηγούνι σου». 
«Τη θέληση που κρύβεται από κάτω θέλω να δεις».
«Και πού θα με πάει το πλοίο; Σε ποιο λιμάνι θα πιάσουμε; Πού μένουν οι δικοί σου;»
«Στο θεϊκό βουνό θα μας πάει. Εκεί όπου μεγάλωσε ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών».
«Καράβι σε βουνό; Δεν ακούς συχνά τέτοιες παραδοξότητες. Μα πάλι σκέφτομαι: κι αν μείνω εδώ;»
«Το ξέρεις πως η πατρίδα σου θα χαθεί».
«Πώς το ξέρεις; Είσαι μάντης;»
«Είμαι ό,τι φαίνομαι στα μάτια σου».
«Δεν μπορώ να πω, ασκείς πάνω μου μια γοητεία μοναδική, μα από την άλλη σκέφτομαι κιόλας».
«Αυτή είναι η προίκα που σου έδωσαν οι θεοί, μεγαλομάτα μου».
«Κι αν έρθω μαζί σου;»
«Θα μπορούσα να σου πω πως θα σε κάνω αθάνατη, μα ποιος πιστεύει έναν ναύτη».
«Έχεις δίκιο. Θέλω να σε πιστέψω και θα το κάνω, όχι γιατί με έπεισες αλλά γιατί χθες το βράδυ είδα ένα παράξενο όνειρο».
«Πες μου τι είδες».
«Είδα τον αδελφό μου Κάδμο, που λείπει στο κυνήγι, μαζί με τον ποιητή Μουσαίο που μαντεύει του κόσμου τα δεινά, να μου λένε πως ένα πλοίο με περιμένει στο λιμάνι. Δικό σου πλοίο είναι;»
«Τρία καλοκαίρια πιάνω σκάλα στο λιμάνι της Βύβλου».
«Μου είπε ακόμη πως ένας άρχοντας από την Περσία με χιλιάδες πολεμιστές έρχεται να με κλέψει».
«Τα είπε όλα ο Μουσαίος. Τι άλλο μένει να πω εγώ;»
«Παρά την απειλή σε δίλημμα βρίσκομαι».
«Σκέψου πως ίσως γεννήθηκες για να βλέπεις όλο τον κόσμο και όχι ένα μικρό μέρος του».
«Ας γίνει τότε το θέλημα των θεών».
«Τώρα μιλάς σωστά. Βρες ένα λόγο να φθάσεις ως τη θάλασσα».
«Οι φίλες μου θα με συνοδεύουν. Καμιά δεν θα ξέρει τι πάω να κάνω».
«Έτοιμο θα έχω το καράβι».



Έτσι έγινε. Κατέβηκα στη θάλασσα με μια γιρλάντα στο λαιμό. Με τη βοήθεια του ναύτη μου πάτησα πάνω στο ξύλο. Το ακρόπρωρο τράβηξε τη ματιά μου. Ένας κατάλευκος ταύρος με χρυσά κέρατα στόλιζε το καράβι. Πήγα κοντά στο θεϊκό στολίδι. Του χάιδεψα την πονηρή μουσούδα και αφού ανέβηκα πάνω του πέρασα τη γιρλάντα στα χρυσά του κέρατα. Αμέσως το πλοίο άφησε πίσω τη στεριά. Τρίτωνες μας συνόδευαν και πανέμορφες Νηρηίδες έψελναν τον Υμέναιο. Τρομαγμένες έσυραν φωνή οι φίλες μου.
«Ευρώπη! Ευρώπη!» φώναζαν και τα χέρια τους μια ικέτευαν στον ουρανό και μια χτυπούσαν τα μηνίγγια τους.
«Μην φοβάστε», τους φώναξα. «Κανείς δεν χάνεται αν τον πιάσουν στο στόμα τους οι ποιητές».

Σημείωση: Η στάμνος είναι μεγάλο ανοιχτό αγγείο, με χαμηλό λαιμό και δύο μικρές οριζόντιες λαβές στο επάνω μέρος του σώματος, που προοριζόταν για την αποθήκευση υγρών. Η ερυθρόμορφη στάμνος που παρουσιάζεται εδώ, με διακοσμητικό θέμα την αρπαγή της Ευρώπης από τον ταύρο, κατασκευάστηκε πιθανόν το 480 π.Χ. και σήμερα βρίσκεται στο Museo Archeologico Nazionale Tarquiniense..
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.

Πηγή για την εικόνα:
https://en.wikipedia.org/wiki/Europa_(mythology)

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Το χιόνι έπεφτε ...


Κι ενώ η νέα χρονιά κάνει τα πρώτα της βήματα, το χιόνι αρχίζει να υποχωρεί σταδιακά κι εμείς εξακολουθούμε να είμαστε κουλουριασμένοι δίπλα στη φωτιά, δύο ζωγραφικά έργα βρίσκω πως είναι πολύ κοντά στην ατμόσφαιρα των ημερών.
Το πρώτο ένας πίνακας του Γάλλου Claude Monet με τίτλο Boulevard Saint-Denis, Argenteuil, in hiver (Το μπουλβάρ Σαιντ Ντενί, στην Αρτζεντίλ, τον χειμώνα), που ζωγραφίστηκε το 1875 και τώρα βρίσκεται στη Βοστόνη, στο Museum of Fine Arts. Το πυκνό χιόνι που σκεπάζει τους δρόμους και τα κτήρια της Argenteuil, δίνει την ευκαιρία στον ιμπρεσιονιστή ζωγράφο να μελετήσει την εντύπωση που δίνει και τα εικαστικά προβλήματα που δημιουργεί το εκτυφλωτικό λευκό. Οι πινελιές του δημιουργούν την ψευδαίσθηση των νιφάδων, ενώ ο χλωμός ήλιος αγωνίζεται να νικήσει τη χιονοθύελλα και οι κάτοικοι βιάζονται να επιστρέψουν στη θαλπωρή της εστίας τους.


Στον αντίποδα, ο Αμερικανός Barnett Newman, από τους αντιπροσωπευτικούς καλλιτέχνες του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, ζωγραφίζει το 1967 ένα τεράστιο σε διαστάσεις έργο με τίτλο Voice of Fire (Η φωνή της φωτιάς)


Είκοσι χρόνια αργότερα το έργο αγοράζεται από τη National Gallery of Canada της Οτάβα έναντι 1,76 εκατομμυρίων δολαρίων. Κι ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν είχε ασχοληθεί με αυτό, η αγορά του από το καναδικό μουσείο προκαλεί πραγματικό σεισμό. Ορισμένοι το θεωρούν απόκτημα πολύτιμο, ενώ άλλοι, φορώντας μπλουζάκια με το έργο σταμπαρισμένο πάνω τους, αντιδρούν στην αγορά και αμφισβητούν την αξία του. Τρεις ίδιου μεγέθους κάθετες λωρίδες, μπλε οι εξωτερικές και κόκκινη η εσωτερική, πώς στο καλό μπορεί να αξίζουν ένα τέτοιο ποσό ή, ακόμα χειρότερα, πώς μπορεί να θεωρούνται τέχνη, αναρωτιούνται οι επικριτές του. Δεν είναι να απορεί κανείς. Το ερώτημα για το αν είναι πραγματικά τέχνη συνοδεύει το ρεύμα του μοντερνισμού από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση. Πάντως, προς κακοφανισμό των αντιπάλων του, προσφάτως η αξία του έργου αποτιμήθηκε στα 40 εκατομμύρια δολάρια. Ο Newman και η «τέχνη» του μάλλον πήραν την εκδίκησή τους.

Πηγές για τις εικόνες: