Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Η αρχαία τέχνη σαν παραμύθι IV


Πλούσια είναι η Μεγίστη. Το νησί μου. Οι καπεταναίοι γύριζαν με τα ελαφρά πλοιάρια από τα λιμάνια της Μεγάλης Θάλασσας και έφερναν του κόσμου τα καλούδια. Αρχόντισσες είχαν τις γυναίκες τους, πριγκίπισσες τις κόρες τους. Στις γιορτές του Σεπτέμβρη, όταν όλα τα πλοιάρια επέστρεφαν στο νησί, οι άρχοντες μετρούσαν τον πλούτο του κάθε καπετάνιου και έδιναν το πρώτο βραβείο. Εκείνη τη χρονιά όλοι οι καπεταναίοι έφεραν πλούτο στο νησί, μα άφθαστος, όπως πάντα, ήταν ο Ίστωρ, που πρώτος αυτός έφτασε μέχρι τη χώρα του μεγάλου ποταμού, τη μακρινή Κεμέτ.
Οι άρχοντες ήρθαν στο εργαστήρι μου, ένα ταπεινό εργαστήρι όπου έφτιαχνα κοσμήματα για τις αρχοντοπούλες, και παράγγειλαν ένα χρυσό στεφάνι που θα δινόταν στον πρωτοκαπετάνιο. Μου έδωσαν το χρυσάφι και διορία λίγων ημερών για να το ετοιμάσω.
Σε μένα έλαχε να φτιάξω το αριστείο. Σε μένα που ήμουν στα νιάτα μου στο ίδιο καράβι με τον Ίστωρα. Παιδιά δυνατά ήμασταν που παίζαμε πάνω στο σκάφος με τον άνεμο και τα κύματα, μόνο που εμένα παραφύλαγε το μεγάλο ψάρι και έφαγε το πόδι μου κάτω από τον αστράγαλο και έληξαν τα παιχνίδια με τον άνεμο και τα κύματα. Έτσι, σακάτης, έμαθα κοντά σε έναν παλιότερο την τέχνη της φωτιάς και των πολύτιμων μετάλλων.
Και τώρα εγώ θα στόλιζα με την τέχνη μου το κεφάλι του φίλου μου. Η δόξα θα τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή και το όνομά του αθάνατο θα ήταν. Η ατυχία, όπως λένε οι σοφοί, γίνεται πολλές φορές πόνος ψυχής, γίνεται ζήλεια και κακία. Σπάνια γίνεται ομορφιά. Η ψυχή μου μού είπε πως θα ήθελε αυτό το στεφάνι να στολίζει το δικό μου κεφάλι. Όλοι έλεγαν πως ήμουν το ίδιο άξιος με τον Ίστωρα, αν όχι καλύτερος.
Μα τώρα ήμουν μόνος στο εργαστήρι με μισή χούφτα χρυσάφι φερμένο από τη μακρινή Κεμέτ. Στο καμίνι τα κάρβουνα είχαν κοκκινίσει. Τα σφυριά χτυπούσαν το ζεστό χρυσάφι μέχρι να γίνει λεπτό έλασμα. Το έκοψα σε φύλα κισσού. Το σύρμα, ευλύγιστο σαν νευρώνας μικρού ζώου, θα έδενε τους μίσχους των φύλλων πάνω στον ολόχρυσο σκελετό. Ένα τσαμπί από χάντρες κισσού θα στόλιζαν το πάνω μέρος που στο μέτωπο του νικητή θα ακουμπούσε. Σαν τελείωσα την κατασκευή, το πέρασα με υγρά για να γίνει ακόμη πιο γυαλιστερό και να προστατευθεί από την αλμύρα που μαζί με τον αέρα νοστίμευε τον νου και την καρδιά μας.


Και έφτασε η μέρα. Όλο το νησί κατέβηκε στο λιμάνι. Ο άναξ απόθεσε το χρυσό στεφάνι στο κεφάλι του Ίστωρα. Ο κόσμος ζητωκραύγασε. Κανείς δεν μίλησε για μένα. Μα δεν μ’ ένοιαζε. Μόνον εγώ ήξερα πως. όταν όλα αυτά τα πρόσωπα θα έχαναν τη μορφή τους και το όνομά τους θα ξεχνιόταν μέσα στο χρόνο, αυτό που θα ζούσε πιο πολύ, αυτό που θα δοξαζόταν πιο πολύ, θα ήταν το στεφάνι, το φτιαγμένο από τα δικά μου ανώνυμα χέρια.

Σημείωση: Το χρυσό στεφάνι από τη νήσο Μεγίστη (το σημερινό Καστελλόριζο) κατασκευάστηκε στο τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.. Το στεφάνι έφεραν οι κάτοικοι του Καστελλόριζου ως δώρο στην Αθήνα το 1913 ζητώντας την ένωσή τους με τη μητέρα-πατρίδα. Σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.  
Το παραμύθι έγραψε ο Βλάσσης Τρεχλής.

Πηγή για την εικόνα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου