Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Edmond Rostand: το λοφίο


Στις 4 Ιουνίου 1903, ο Edmond Rostand κάθεται στη θέση Νο 31 της Γαλλικής Ακαδημίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ο εισιτήριος λόγος του νέου Αθανάτου πρέπει  να γίνει στη μνήμη του προκατόχου του Henri de Bornier. Σ’ αυτόν τον λόγο, ο Rostand επεξηγεί τη σημασία που έχει γι’ αυτόν το «panache» (=λοφίο). Ναι, αυτή η δέσμη από φτερά που διακοσμεί τα καπέλα των ιπποτών και που άρχισε να πρωτοχρησιμοποιείται από τον βασιλιά Ερρίκο IV, ο οποίος προέτρεπε τους στρατιώτες του να ακολουθούν στη μάχη το δικό του λευκό «panache», στολίδι του κράνους του.
«Το λοφίο», λέει ο Rostand στον λόγο του, «δεν είναι το μεγαλείο, αλλά κάτι που προστίθεται σ’ αυτό, κάτι που κινείται πάνω απ’ αυτό. Είναι  ένα φτερούγισμα, μια υπερβολή –κατιτί λιγάκι σγουρό […], το λοφίο είναι το πνεύμα της ανδρείας. Το να γελάς όταν αντιμετωπίζεις τον κίνδυνο, αυτό είναι η ύψιστη ευγένεια, μια ντελικάτη άρνηση να παραδοθείς στο τραγικό. Το λοφίο είναι, λοιπόν, η σεμνότητα του ηρωισμού, όπως ένα χαμόγελο συγγνώμης από κάποιον που είναι μεγαλειώδης».


Το λοφίο παρουσιάζεται ως το υλικό σύμβολο μια ηθικής στάσης με τα χαρακτηριστικά του μεγαλείου και τον αέρα του ηρωισμού, που βρίσκει τον ιδανικό του εκφραστή, το αρχέτυπό του, στο πρόσωπο του Cyrano de Bergerac. Έντιμος με τον εαυτό του και με τους άλλους αυτός ο γενναίος Γασκόνος με τη μεγάλη μύτη («σαν ακρωτήριο, σαν χερσόνησος»), πιστός στα ιδανικά της ομορφιάς και της αγνότητας, μάχεται υπερασπιζόμενος μια ορισμένη ιδέα της ποίησης. Θρεμμένος αποκλειστικά με όμορφες λέξεις και φράσεις, εν τέλει ξεχνάει να ζήσει, και όσο οι άλλοι τρώνε, πίνουν και ερωτεύονται, εκείνος αρκείται στο να απαγγέλλει τα ποιήματά του, ακόμη και στη σκιά ενός άλλου.
Επιδεικτικός -σχεδόν φαναφαρόνος- στην αρχή, μελαγχολικός, ακόμη και δραματικός προς το τέλος, αποκαλύπτει τη μοναξιά και την εγκατάλειψη που τον βασανίζουν σ’ εκείνη την περίφημη σκηνή στην οποία εξηγεί γιατί κατηγορηματικά αρνείται να δεχτεί αφεντικό στην ποίησή του:

«Ένα προστάτη ισχυρόν και πάτρωνα να εύρω,
Και σαν τον σκοτεινό κισσόν, εις τον κορμόν του δένδρου
Τριγύρω να τυλίγωμαι και στήριγμά μου νάνε,
Κι ενώ φιλώ την φλοίδα του, με δόλον να σκαλώνω,
Αντί με σθένος ν’ ανεβώ; Ευχαριστώ, ποτέ μου! […]
Να υφίσταμ’ εξευτελισμούς παντοίους καθ’ εκάστην
Κι από το δρόμο την κοιλιά να έχω αφανισμένη,
Και δέρμα, που ακάθαρτον πάντα στο γόνυ νάνε;
Η ράχη μου να εκτελή παιγνίδια ευκαμψίας;
Ευχαριστώ ποτέ, ποτέ! […]
[…] Αλλά … να ψάλλω
Ρεμβός να είμαι, να γελώ, μονάχος να διαβαίνω,
Ελεύθερος, με οφθαλμούς που σε καλοκυττάζουν,
Με παλλομένην την φωνήν, και όταν μου αρέση
Να βαίνω το καπέλλο μου στραβά, μονομαχίαν
Για ένα όχι, για ένα ναι να κάμω –ή δυο στίχους!
Να σκέπτωμαι, αμέριμνος για πλούτον ή για δόξα,
Να κάμω το ταξείδι μου, που θέλω, στο φεγγάρι! […]
Κι εάν ακόμα μία δρυς δεν είσαι ή φιλύρα,
Ίσως να μην υψώνεσαι πολύ ψηλά, πλην μόνος!


Το έργο του Edmond Rostand, με τίτλο Cyrano de Bergerac και πρωταγωνιστή τον ομώνυμο ήρωα, ανεβαίνει στο Παρίσι στις 28 Δεκεμβρίου του 1897. Κάμποσα χρόνια νωρίτερα, στον γαλλοπρωσικό πόλεμο, η Γαλλία έχει χάσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη. Η τιμή της χώρας έχει υποστεί βαρύ πλήγμα. Το τραύμα δεν έχει ακόμη επουλωθεί. Η πολιτική της «revanche» επικρατεί σε μια Γαλλία η οποία επιθυμεί να ανακτήσει το γόητρό της και ετοιμάζεται για τον πρώτο μεγάλο πόλεμο που είναι στα σκαριά.
Στο διάλειμμα της παράστασης το κοινό χειροκροτεί όρθιο, ενώ ο υπουργός οικονομικών Georges Cochery βγάζει το παράσημο της λεγεώνας της τιμής που φοράει και το καρφιτσώνει στο στήθος του συγγραφέα. Στο τέλος του έργου, ο Cyrano πεθαίνει με τους στίχους:

«Μου αποσπάτε όλα μου, την δάφνην και το ρόδον!
Πάρτε τα όλα! Κάτι τι όμως μαζύ μου παίρνω
Στο πείσμα σας, και σαν εμπώ απόψε στου θεού μας
Το ουράνιο κατώφλιον, με τον χαιρετισμόν μου
Θε να σαρώσω κάτι τι χωρίς καμμιά κηλίδα
Καμμιά πτυχή, στο πείσμα σας παίρνω μαζύ,
Κι αυτό ‘ναι … το λοφίον μου».

Το λοφίο: αυτή είναι η τελευταία λέξη του ήρωα και του έργου. Πεθαίνει με το λοφίο του, δηλαδή με τιμή και δόξα, τη στιγμή που ο σκοτεινός του αντίπαλος, ο κόμης de Guiche, σε ώρα πολέμου, δεν διστάζει να το πετάξει μακριά για να μην τον αναγνωρίσουν σώζοντας έτσι το τομάρι του.


Το κοινό χειροκροτεί χωρίς σταματημό για είκοσι ολόκληρα λεπτά. Στο πρόσωπο του Cyrano επιδοκιμάζει το μεγαλείο και τη γενναιότητα, αυτή την ιδιότυπη ποιότητα και χάρη: την κίνηση τού να μετατρέπεται η ήττα στο πεδίο της δράσης σε νίκη στο πεδίο της ψυχής και της καρδιάς. Μια ποιότητα που όσοι εκείνο βράδυ παρακολούθησαν την παράσταση την θεώρησαν αποκλειστικά γαλλική, ωστόσο εμείς, αιώνες μετά, την βλέπουμε χωρίς εθνικό πρόσημο, κατάλληλη και αναγκαία για κάθε τόπο και για κάθε εποχή. Είδος προς εξαφάνιση και μαζί είδος που χρειάζεται προστασία όπου και όποτε το συναντούμε.

Πηγές:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου