Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

C. Auguste Dupin: Το κλεμμένο γράμμα


Στις 26 Απριλίου 1955, στο πλαίσιο του σεμιναρίου του με τίτλο Le moi dans la théorie de Freud et dans la technique de la psychanalyse (Το εγώ στη φροϋδική θεωρία και στην τεχνική της ψυχανάλυσης), ο Jacques Lacan κάνει μία διάλεξη που στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο διήγημα του Edgar Allan Poe με τίτλο The Purloined Letter (Το κλεμμένο γράμμα). Έναν χρόνο αργότερα, το επεξεργασμένο κείμενο της διάλεξής του δημοσιεύεται στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Phychanalyse. Πρόκειται για κείμενο εμβληματικό, ιδρυτικό της κλασικής λακανικής ψυχανάλυσης, όπως αναπτύχθηκε από το 1953 έως το 1960 και  συμπίπτει με την επιστροφή στον Freud.


Το Kλεμμένο γράμμα είναι το τρίτο διήγημα του Poe με ήρωα τον Ιππότη C. Auguste Dupin και δημοσιεύθηκε το 1845 στο ετήσιο περιοδικό The Gift. Είναι η ιστορία ενός γράμματος που κρύβεται και ξαναβρίσκεται δύο φορές. Την πρώτη φορά η βασίλισσα λαμβάνει ένα γράμμα, το οποίο, για να κρύψει από τον βασιλιά που μπαίνει αιφνίδια στο δωμάτιό της και να το κάνει να φανεί αθώο, το αφήνει πάνω σε ένα τραπέζι, έκθετο στα μάτια όλων. Ο βασιλιάς δεν υποψιάζεται τίποτα, αλλά ο ύπουλος υπουργός D. αντιλαμβάνεται την αξία του και, προκειμένου να αποκτήσει επιρροή πάνω στη βασίλισσα, το κλέβει τοποθετώντας στη θέση του ένα πλαστό. Ο διευθυντής της αστυνομίας G- επιφορτίζεται να ανακαλύψει το αυθεντικό γράμμα, επειδή όμως αποτυγχάνει, καταφεύγει στον Dupin, τον ερασιτέχνη ντετέκτιβ με τις πολύ ιδιαίτερες ικανότητες. Ο Dupin καταλήγει πως ο καλύτερος τρόπος να κρύψεις κάτι είναι να το τοποθετήσεις κάπου φανερά. Επισκέπτεται, λοιπόν, τον υπουργό, βρίσκει το γράμμα έκθετο πάνω στο τζάκι και η ιστορία επαναλαμβάνεται: κλέβει το γράμμα και στη θέση του τοποθετεί ένα πλαστό. Μια σκηνή που επαναλαμβάνει την πρωταρχική σκηνή, αλλά με μια διαφορά: αυτήν τη δεύτερη φορά ένα πρόβλημα λύνεται χωρίς να δημιουργηθεί κάποιο νέο.


Ο Lacan επισημαίνει ότι ο άξονας του διήγηματος είναι η επανάληψη: μια ιστορία μέσα στην ιστορία, μια κριτική επανάληψη. Το περιεχόμενο του γράμματος παραμένει άγνωστο και εξιστορείται μόνον η κυκλοφορία του γράμματος μέσα στο «συμβολικό κύκλωμα», δίνοντας την ευκαιρία στον Lacan να υποστηρίξει την υπεροχή του συμβολικού έναντι του φαντασιακού αλλά και την αναγκαιότητά του για τη συγκρότηση της υποκειμενικότητας. Το γράμμα, ισχυρίζεται ο Lacan είναι ένα καθαρό σημαίνον (συνδυασμός απουσίας και κίνησης), εντελώς διαχωρισμένο από το σημαινόμενό του, εφόσον ο τρόπος με τον οποίο περνάει από χέρι σε χέρι,αλλά και οι αντιδράσεις που προκαλεί σε  διαφορετικούς ανθρώπους, είναι άσχετα με το τι σημαίνει.


Ο σωστός τρόπος του βλέμματος (στην πραγματική και στη ψυχική ζωή) είναι ένα άλλο σημείο που ενδιαφέρει τον Lacan στην ιστορία του Poe. Μόνον μια συγκεκριμένη ερμηνευτική στρατηγική θα αποκαλύψει το αντικείμενο. Η αστυνομία κοιτάζει την πραγματικότητα με τρόπο «ρεαλιστικό» και ανόητο, σε αντίθεση με τον ντετέκτιβ και τον ψυχαναλυτή. Το γράμμα και το ασυνείδητο δεν μπορούν να χαθούν ή να κρυφτούν για πάντα, διαβεβαιώνει ο Lacan, αρκεί να ξέρεις πώς θα τα ψάξεις.  

Πηγές:
Έντγκαρ Άλλαν Πόε (2005). Τρία αστυνομικά προβλήματα γιατον Αύγουστο Ντυπέν. Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας. Αθήνα: Ερατώ.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

C. Auguste Dupin: Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ


Κάθε ντετέκτιβ που σέβεται τον εαυτό του χρειάζεται έναν ικανό βιογράφο. Ο Ιππότης C. Auguste Dupin βιογραφείται από τον ανώνυμο φίλο και συγκάτοικό του, όπως ο Sherlock Holmes βιογραφείται από τον επίσης αφοσιωμένο φίλο και συγκάτοικό του Dr. John Watson και ο Hercule Poirot από τον ελαφρώς αφελή συνεργάτη και φίλο του Captain Arthur Hastings.


Αυτήν την φορά ο ανώνυμος βιογράφος διηγείται την επιτυχία του Dupin να αποκαλύψει τις λεπτομέρειες ενός εγκλήματος που έμεινε στη μνήμη των ανθρώπων ως «η δολοφονία της Μαρί Ροζέ». Ο Dupin, μετά την εξιχνίαση των φόνων της οδού Morgue, επέστρεψε στη μοναχική καθημερινότητά του. Όμως, η Αστυνομία δεν τον ξέχασε, μολονότι, ανίκανη να παρακολουθήσει τη συλλογιστική που τον οδήγησε στη λύση του μυστηρίου, απέδωσε την επιτυχία του σε ένα είδος μαγείας και ερμήνευσε τις αναλυτικές του ικανότητες ως απλή διαίσθηση.
Όταν έγινε γνωστή η δολοφονία της νεαρής κομψευόμενης Marie, μετά από δύο μυστηριώδεις εξαφανίσεις της, κι ενώ το Παρίσι ήταν ανάστατο και η έρευνα φαινόταν να έχει βαλτώσει παρά το υψηλό ποσόν της προκήρυξης που ανακοινώθηκε, ο ίδιος ο αστυνομικός διευθυντής G- ζήτησε τη βοήθεια του Ιππότη Dupin. Εκείνος δέχτηκε και το κομπλιμέντο και τη γενναιόδωρη προσφορά του αστυνομικού, και ανέθεσε στον φίλο του να συγκεντρώσει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία.
O Dupin εξέτασε τα στοιχεία που του δόθηκαν και τις ατεκμηρίωτες υποθέσεις των αρχών και του τύπου, υποβάλλοντάς τα στην πιο σκληρή και μεθοδική λογική ανάλυση, αξιοποιώντας ταυτόχρονα τα πιο σύγχρονα επιστημονικά πορίσματα. Βασισμένος στο ρεπορτάζ των εφημερίδων, με τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου και με εμμονή σε εκείνες που έμοιαζαν να είναι οι πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ κατάφερε να εισχωρήσει στο μυαλό του δολοφόνου και οδηγήθηκε στη λύση του μυστηρίου (που, ως προφανής ή ως αδιάφορη, δεν αποκαλύπτεται), απολαμβάνοντας έτσι τα πλεονεκτήματα της συμφωνίας που είχε κάνει με τον αστυνομικό διευθυντή.
Ο Poe δημοσίευσε αυτήν τη σύντομη ιστορία μυστηρίου το 1842, στο Snowdens LadiesCompanion, σε τρεις συνέχειες, δημιουργώντας, κατά κάποιον τρόπο, ένα sequel της πρώτης του αστυνομικής ιστορίας που είχε ήρωα τον Ιππότη C. Auguste Dupin. Βασίστηκε στα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης δολοφονίας που έλαβε χώρα στη Νέα Υόρκη με θύμα τη Mary Cecilia Rogers. Ο Dupin, προσωπείο του συγγραφέα σε αυτήν την ιστορία, είναι το άλλοθι για να εκθέσει ο Poe τη δική του εκδοχή σχετικά με τη μυστηριώδη δολοφονία της νεαρής κοπέλας, ο ένοχος της οποίας στην πραγματική ζωή παρέμεινε άγνωστος. Μάλιστα, ο Poe, έπεισε τους εκδότες να δημοσιεύσουν την ιστορία του διαβεβαιώνοντάς τους πως είχε εξιχνιάσει το έγκλημα.


Περισσότερο δοκίμιο ή διάλεξη και λιγότερο λογοτεχνική αφήγηση χαρακτήρισαν το διήγημα οι επικριτές του. Ακόμα κι έτσι όμως, παραμένει το γεγονός πως ήταν η πρώτη φορά που ένα αληθινό έγκλημα ενέπνευσε μια μυθιστορηματική αφήγηση μυστηρίου. Εξάλλου, εκτός από επικριτές, η ιστορία είχε και φανατικούς θαυμαστές, μεταξύ των άλλων τον Charles Baudelaire, ο οποίος εκτιμούσε πως επρόκειτο για αριστούργημα.


Πηγές:
Έντγκαρ Άλλαν Πόε (2005). Τρία αστυνομικά προβλήματα για τον Αύγουστο Ντυπέν. Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας. Αθήνα: Ερατώ.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

C. Auguste Dupin: Διπλή δολοφονία στην οδό Μόργκ


Ο νεαρός Ιππότης C. Auguste Dupin καταγόταν από μια ξακουστή οικογένεια, όμως διάφορα δυσάρεστα περιστατικά τον οδήγησαν σε ακραία φτώχεια και μόνον η ευγένεια των πιστωτών του τού επέτρεψε να διατηρήσει ένα μικρό εισόδημα ώστε να μπορεί, με αιματηρές οικονομίες είναι η αλήθεια, να ζει. Μοναδική του πολυτέλεια ήταν τα βιβλία. Τα σπάνια πολύτιμα βιβλία, τα οποία συνήθιζε να αναζητεί στη σκοτεινή βιβλιοθήκη της Montmartre, στο Παρίσι. Σε μια τέτοια αναζήτηση,  συνάντησε έναν άλλον νεαρό κύριο ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την ευφυΐα και τη φρεσκάδα της φαντασίας του και ένιωσε πως η συντροφιά μαζί του θα ήταν για εκείνον θησαυρός. Αποφάσισαν να μείνουν μαζί και εγκαταστάθηκαν σε ένα παμπάλαιο, ετοιμόρροπο, ακατοίκητο από καιρό, παράξενο σπίτι, που βρισκόταν σε μια ερημική γωνιά του Saint-Germain.


Ο νεαρός Dupin, όπως ανακάλυψε σύντομα ο συγκάτοικός του, διάθετε μια σπάνια αναλυτική ικανότητα, γι’ αυτό οι γρίφοι, τα αινίγματα και τα ιερογλυφικά του πρόσφεραν μεγάλη απόλαυση. Αγαπούσε επίσης την απομόνωση και τη νύχτα. Παρέα με τον πρόθυμο φίλο του τριγύριζαν στην πόλη, συζητώντας και ψάχνοντας για τις συγκινήσεις εκείνες που μπορεί να προσφέρει ο ήρεμος στοχασμός. Ο Dupin, σε αυτές τις νυχτερινές εξορμήσεις, εύρισκε την ευκαιρία να επιδεικνύει την αναλυτική του οξυδέρκεια (ratiocination), υπερφυσική για την κοινή λογική, καταλήγοντας σε συμπεράσματα που προϋπέθεταν συστηματική μέθοδο αλλά και πολλή διαίσθηση.
Έτσι περιγράφει ο Edgar Allan Poe τον ήρωά του, τον πρώτο μυθιστορηματικό ντετέκτιβ, πρόγονο του Sherlock Holmes και του Hercule Poirot. Ο Dupin κάνει την πρώτη του εμφάνιση το 1841, στο σύντομο διήγημα του Poe, The Murders in the Rue Morgue (Διπλή δολοφονία στην οδό Μοργκ), το οποίο δημοσιεύθηκε στο Graham's Magazine. Στο διήγημα, ο εκκεντρικός Dupin λύνει το αίνιγμα της δολοφονίας δύο γυναικών, εξηγώντας συγχρόνως πώς είναι δυνατόν έξι άτομα να ακούσουν μια πολύ παράξενη φωνή να μιλάει χωρίς να μπορούν να συμφωνήσουν σε ποια γλώσσα.

     Εικονογράφηση του Byam Shaw (1909)

Η φωνή, καθώς και η τρίχα που βρέθηκε στη σκηνή του εγκλήματος δεν ανήκουν σε άνθρωπο, αλλά σε έναν τεράστιο ουραγκοτάγκο, καταλήγει με λογικές συνεπαγωγές ο Dupin, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του διευθυντή της αστυνομίας ο οποίος είχε εντελώς παραπλανηθεί σχετικά με τον ένοχο. Ο Dupin δεν θα του κρατήσει κακία, αλλά θα κλείσει την εκτίμησή του γι’ αυτόν με τα λόγια του Jean-Jacques Rousseau στη Nouvelle Héloise: «Θέλω να μιλήσω για τη μανία του να αρνείται αυτό που υπάρχει και να εξηγεί αυτό που δεν υπάρχει». Αυτή η φράση συνοψίζει την ιδιαιτερότητα της σκέψης του νεαρού Dupin, ο οποίος κάνει το αντίθετο ακριβώς από τον συμβατικό αστυνομικό διευθυντή: δέχεται την προτεραιότητα του πραγματικού, όσο κι αν αυτό μοιάζει να διαψεύδει την προφάνεια του κοινού νου, ενώ απαιτεί σύνθετες διεργασίες για να αναλυθεί και να δώσει καρπούς. 

  

Πηγές:
Έντγκαρ Άλλαν Πόε (2005). Τρία αστυνομικά προβλήματα για τον Αύγουστο Ντυπέν. Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας. Αθήνα: Ερατώ.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Το ποίημα του μήνα (Ιούλιος 2014)


Ποίημα και για τον Ιούλιο από τον Βλάσση Τρεχλή.


Οι δαίμονες


Χρόνια και χρόνια προσπαθώ να ξεφύγω
Από τους δαίμονες που με κυνηγούν.
Όχι, δεν πήρα τους δρόμους αλαφιασμένος.
Στάθηκα ακίνητος, έτσι λένε να κάνεις αν σε κυνηγάνε τα σκυλιά,
Και οι λύκοι.
Να κυριαρχήσεις στον φόβο σου, έτσι λένε, κι αυτά θα κάνουν πίσω.
Όλα τα ζωντανά τα διαφεντεύει ο φόβος, έτσι λέγανε οι παλιοί, μα ποιος τους άκουγε;
Τα πρώτα χρόνια, παιδί ήμουν ακόμη, ούτε φοβόμουν ούτε τους έβλεπα
Κι ας ήξερα πως τα χνάρια μου πρόστυχα ακολουθούσαν.
Περίμεναν την άστοχη κίνηση.
Το δείλιασμα.
Μα ήμουν τόσο νέος, ατρόμητος.
Έπιανα την πέτρα στα δυο μου χέρια και την έστυβα,
Η καρδιά μου ήταν από μέταλλο πολύτιμο,
Ο νους μου άπιαστος, φτερό στον άνεμο έμοιαζε.
Έβραζε το αίμα μου. Ύπνος δεν μ’ έπιανε.
Ακόμα και τα όνειρα με το ένα μάτι τα έβλεπα.
Οι δαίμονες
Είχαν λόγους να με φοβούνται. Το πίστευα κι ας ήταν ψέμα.
Και σήμερα,
Μετά από τόσων χρόνων αναμετρήσεις,
Ζω ακόμα. Σήμερα,
Μπορώ και βλέπω τους νεότερους
Καθώς τους περιτριγυρίζουν οι δικοί τους δαίμονες ...
Κάποιες φορές κάνω το λάθος να τους μιλήσω, να τους ορμηνέψω.
Να ...
Κάποιοι θέλουν να με πιστέψουν, μα δεν μπορούν.
Άλλοι γελούν μαζί μου.
Άλλοι με ειρωνεύονται σαν τους λέω
Να βγάλουν τη μάσκα του λύκου
Γιατί τρομάζει τους περαστικούς.


Πηγή για την εικόνα:
http://artblart.com/tag/max-ernst-the-fireside-angel-the-triumph-of-surrealism/

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Οι ζωγράφοι μιλούν για τους φιλοσόφους (Μέρος Β΄)


Στο Musée du Louvre, στο Παρίσι, βρίσκεται ένας πίνακας που φιλοτεχνήθηκε το 1632 από τον μεγάλο Φλαμανδό ζωγράφο Rembrandt Harmenszoon van Rijn, την εποχή της μετακίνησής του από το Leiden στο Amsterdam. Ο τίτλος του: Philosopher in meditation (Φιλόσοφος σε στοχασμό).


Ένας άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, καθισμένος δίπλα στο γραφείο του, κολυμπάει στο φως που μπαίνει από ένα πλαϊνό μεγάλο παράθυρο. Το κεφάλι του, με το ευρύ μέτωπο και τη μεγάλη γενειάδα, ακουμπά στο στέρνο και τα χέρια του είναι διπλωμένα στην κοιλιά του. Απέναντί του βρίσκεται μια δεύτερη φιγούρα, γυναικεία, που αναδεύει τη φωτιά. Μια τρίτη γυναικεία μορφή ίσως να στεκόταν στη σκάλα, με το πρόσωπο προς τον θεατή και στα χέρια της ένα καλάθι. Στην τωρινή, όμως, κατάσταση του πίνακα, αυτή η γυναίκα δεν διακρίνεται. 
Ο εσωτερικός χώρος είναι μουντός.  Δεσπόζει σε αυτόν μια ελικοειδής ξύλινη σκάλα, ενώ χαρακτηριστικά είναι τα θολωτά αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Ευθείες, καμπύλες και ακτινωτές γραμμές αποτελούν τα προ-εικονογραφικά χαρακτηριστικά του έργου. Είναι, όμως, η εναλλαγή φωτός και σκιάς (τεχνική του chiaroscuro) που κυρίως  εντυπωσιάζει, σε τούτο όπως και σε άλλα έργα του Rembrandt.
Ο πίνακας υπήρξε πολύ δημοφιλής τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Η Georg Sand, ο Théophile Gautier, ο Jules Michelet, ο Marcel Proust, ο Paul Valéry, ο Gaston Bachelard, ο Paul Claudel, ο Aldous Huxley είναι μερικοί από τους συγγραφείς που τον μνημονεύουν. Επιπλέον, η απόδοση του θέματός του συνέβαλε για πολύ καιρό στη δημιουργία της κανονιστικής εικόνας για τον φιλόσοφο κατά την κλασική περίοδο της φιλοσοφίας (όπως την ορίζει ο François Dagognet). 
Πρόσφατα επήλθε η απογοήτευση, καθώς διάφοροι ερευνητές υποστήριξαν ότι ο Rembrand δεν ζωγραφίζει έναν φιλόσοφο, αλλά τον Τωβίτ και την Άννα, που περιμένουν την επιστροφή του μοναχογιού τους Τωβία, όπως η ιστορία περιγράφεται στο δευτεροκανονικό βιβλίο του Τωβίτ από την Παλαιά Διαθήκη.
Όπως και νάναι, παραμένει το γεγονός ότι ο φιλόσοφος είναι για ορισμένους ο σεβάσμιος, βαθιά στοχαστικός, επίμονος αναζητητής της αλήθειας.

Πηγή για την εικόνα:

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Οι ζωγράφοι μιλούν για τους φιλοσόφους (Μέρος Α΄)


Πώς φαντάζονται οι άνθρωποι τους φιλοσόφους; Πώς τους αποτυπώνουν οι ζωγράφοι;
Το 1865 η υποψηφιότητα του τριαντατριάχρονου Γάλλου Édouard Manet να εκθέσει τα έργα του στο Salon de Paris απορρίπτεται και εκείνος, απογοητευμένος, ξεκινάει ένα ταξίδι προσκύνημα στην Ισπανία. Εκεί, στο Museo del Prado της Μαδρίτης, βλέπει τα έργα του σπουδαίου Ισπανού ζωγράφου  του 17ου αιώνα Diego Rodríguez de Silva y Velázquez. Ανάμεσά τους δύο μάλλον σατιρικά έργα που απεικονίζουν δύο ζητιάνους-φιλοσόφους, τον Αίσωπο και τον Μένιππο.



Ο Manet  ήταν έτοιμος να γοητευτεί από τέτοια έργα, αφού οι περισσότεροι ρεαλιστές καλλιτέχνες του 19ου αιώνα (λογοτέχνες και συγγραφείς) εκδηλώνουν μεγάλη συμπάθεια για τους πάσης φύσεως απόκληρους. Ρακοσυλλέκτες, σαλτιμπάγκοι, ζητιάνοι αντιμετωπίζονται ως αντικομφορμιστές εκπρόσωποι του αστικού υποκόσμου. Μεταξύ του 1865 και του 1867 ο Manet ζωγραφίζει κι εκείνος δύο έργα (βρίσκονται σήμερα στο Art Institute of Chicago), συμπληρωματικά μεταξύ τους, τα οποία απεικονίζουν φιλοσόφους και τα οποία και είναι επηρεασμένα από αυτήν τη θετική διάθεση για τύπους του περιθωρίου. Οι φιλόσοφοί του ζωγραφίζονται, λοιπόν, ως ζητιάνοι, ντυμένοι με κουρέλια, έχουν γενειάδα και ατημέλητα μαλλιά. Κυριαρχούν οι σκούροι γήινοι τόνοι, ενώ λείπει το σκηνικό βάθος. Ένα λερό καταξεσχισμένο παλτό καλύπτει τα χέρια του ενός, μπροστά από τον οποίο βρίσκονται λίγα ανοιγμένα στρείδια, ενώ του δεύτερου το δεξί χέρι απλώνεται σε ικεσία. 



Η φτώχεια συνδέεται με τη φιλοσοφία. Ο κοινωνικός αποκλεισμός συνδέεται με τη σπάνια διόραση. Οι φιλόσοφοι που ζωγραφίζουν ο Velázquez και ο Manet έχουν αναλογίες με τους αρχαίους κυνικούς: συμπεριφορά ωμά ειλικρινής, χωρίς υπεκφυγές, αναίσχυντη, δίχως ντροπές στις δημόσιες πράξεις. Σκύλοι που γάβγιζαν και δάγκωναν ήσαν οι κυνικοί.
Είναι έτσι οι φιλόσοφοι; Τους βλέπουν έτσι όλοι οι ζωγράφοι;

Πηγές για τις εικόνες: