Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Όταν ο Magritte συνάντησε τον Descartes


«Ας πάρουμε παραδείγματος χάριν αυτό το κερί. Μόλις τώρα εξήχθη από την κυψέλη. Δεν έχει χάσει ακόμα όλη τη γεύση του μελιού του. Διατηρεί ακόμα κάτι από το άρωμα των λουλουδιών από τα οποία συλλέχθηκε. Το χρώμα, το σχήμα και το μέγεθός του είναι πρόδηλα. Είναι σκληρό, ψυχρό, αγγίζεται εύκολα και, αν το χτυπήσουμε με το δάχτυλο, εκπέμπει ήχο. Τέλος, όλα όσα φαίνονται να απαιτούνται για να γίνει γνωστό με πολύ διακριτό τρόπο κάποιο σώμα υπάρχουν σε αυτό. Αλλά ιδού, ενώ μιλώ, το μετακινώ προς τη φωτιά: τα υπολείμματα γεύσης εξαλείφονται, η οσμή εξανεμίζεται, το χρώμα μεταβάλλεται, το σχήμα, χάνεται, το μέγεθος αυξάνει, γίνεται ρευστό, θερμαίνεται, μετά βίας μπορεί να αγγιχτεί και, αν το χτυπήσουμε τώρα, δεν εκπέμπει κανέναν ήχο. Παραμένει ακόμα το ίδιο κερί;».
Αυτά έγραφε, το 1641, στον 1ο μεταφυσικό στοχασμό του o Γάλλος φιλόσοφος René Descartes. Οι αισθητικές γνώσεις, ισχυρίζεται, δεν αποτελούν γνώση παρά μόνον στον βαθμό που τις επεξεργάζεται και τις ερμηνεύει το πνεύμα. Αυτό το εκτατό σώμα (res extensa), του οποίου δεν μπορώ να επαληθεύσω την ύπαρξη επειδή ένας μοχθηρός δαίμονας ενδεχομένως να με παραπλανά, με όποιον τρόπο κι αν το αντιλαμβάνομαι, μου επιβεβαιώνει πως εγώ που το αντιλαμβάνομαι είμαι ένα σκεπτόμενο πράγμα (res cogitans). Και ως τέτοιο υπάρχω. Αυτή είναι η μοναδική βεβαιότητα την οποία έχω.
Το 1936, τέσσερα χρόνια πριν από τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, ο Βέλγος ζωγράφος René Magritte φιλοτεχνεί ένα έργο με τίτλο La lampe philosophique (Η φιλοσοφική λυχνία), το οποίο ανήκει σήμερα σε ιδιωτική συλλογή. 


Πρόκειται για μια γκροτέσκα αυτοπροσωπογραφία του ίδιου του Magritte, στην οποία υπάρχουν τρεις τουλάχιστον διακειμενικές αναφορές: το κερί του Descartes (αυτή είναι η προσωπική μου νοηματοδότηση του έργου), αλλά και τα δικά του κεριά όπως απεικονίζονται στον πίνακά του με τίτλο La méditation (Ο στοχασμός). 


Τέλος, υπάρχει η πίπα, το ζωγραφικό φετίχ του Magritte, που συναντάται σε κάμποσα έργα του, μεταξύ των άλλων στον διάσημο πίνακά του με τίτλο La trahison des images (Οι εικόνες απατούν), ο οποίος είναι γνωστότερος ως Ceci nest pas une pipe (Αυτό δεν είναι πίπα), ζωγραφισμένο το 1929 και τώρα εκτιθέμενο στο Los Angeles County Museum of Art.


Στη Φιλοσοφική λυχνία, η μύτη του Magritte, σαν προβοσκίδα ελέφαντα, διαστέλλεται και βουτάει στην πίπα την οποία καπνίζει, ενώ μπροστά του, ακουμπισμένο πάνω σε τραπέζι, φωτίζει ένα κερί που φιδογυρίζει σαν σκουλήκι. Η πίπα έχει αλλάξει χρήση: δεν είναι ένα gadget για το κάπνισμα, αλλά ένα στήριγμα μύτης. Όπως λέει ο ίδιος ο Magritte, «το πορτραίτο του καπνίζει τον εαυτό του». Είναι η πρώτη παράλογη όψη της πραγματικότητας: «ένας “κλειστός κύκλος” καπνού, με το στόμα, την πίπα και τη μύτη να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο». Το κερί, από την άλλη, απεικονίζεται ως «ένα σώμα εκτατό, εύκαμπτο και ευμετάβλητο», όπως ακριβώς το περιέγραψε ο Descartes και υποδεικνύει τη δεύτερη παράλογη όψη της πραγματικότητας: «είναι ήδη λιωμένο στην κάτω άκρη του και όλο και πιο σκληρό όσο ανεβαίνουμε προς τη φλόγα». Με τον ίδιο, άλλωστε, τρόπο απεικονίζονται τα κεριά στον Στοχασμό, στον πίνακα που ο Magritte φιλοτέχνησε την ίδια χρονιά, το 1936, και τώρα βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή.  
Τι θέλει άραγε να πει ο ζωγράφος στον φιλόσοφο;
Υπάρχει ένα διαφωτιστικό σχόλιο του Magritte για τον πίνακα, με σαφή ειρωνικό υπαινιγμό για τους φιλοσόφους, απολύτως όμως ταιριαστό με τον ορθολογιστικό σκεπτικισμό του Descartes: «Ένας μανιακός, αφηρημένος φιλόσοφος μπορεί να σκέφτεται έναν αυτάρκη διανοητικό κόσμο, με τον ίδιο τρόπο που εδώ ο καπνιστής είναι αιχμάλωτος της πίπας του». Magritte VS Descartes: 1-0.
Ναι, αλλά υπάρχει και αυτό που αναφέρει ο Paquet: «Το ανατρεπτικό χιούμορ με το οποίο ο Μαγκρίτ καταστρέφει αυτά που συνήθως υποθέτουμε ότι είναι οι πιο σταθερές βεβαιότητές μας, κυριαρχεί και σε αυτό τον πίνακα (τη Φιλοσοφική λυχνία), σύμφωνα με το πνεύμα του Νταντά, ή ακόμη και των αδελφών Μαρξ. Σκοπός του Μαγκρίτ ήταν απλώς να υπονομεύσει τα θεμέλια των πραγμάτων, να αμφισβητήσει με πολύ σοβαρό αλλά και απλό τρόπο αυτό που εμφανίζεται ως σοβαρό, δίχως να “θορυβεί” ιδιαίτερα».
Magritte VS Descartes: 0-1.
Ο αγώνας μεταξύ των δύο René λήγει με ισοπαλία.


Πηγές:
Descartes, R. (2007). Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοαοφίας. Μετάφραση: Ευάγγελος Βανταράκης. Αθήνα: Εκκρεμές.
Paquet,M. (2004). Μαγκρίτ. Μετάφραση: Παναγιώτης Σωτήρης. Αθήνα: Taschen.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Το ποίημα του μήνα (Ιούνιος 2014)


Όχι διήγημα, μα ποίημα μας αφιερώνει γι’ αυτόν τον μήνα ο Βλάσσης Τρεχλής.


Το σημάδι της τύχης


Έρχομαι από ένα θολό τοπίο
Μακρινό όσο και οι πρόγονοί μου
Χρόνια ατέλειωτα περπατάω μαζί τους σε μιαν απέραντη πεδιάδα
Όπου κανένα δέντρο
                              κάποιος σταθμός
                                                      ένα λιμάνι
Δεν έριξε τη σκιά του πάνω μου
Ας μη ρωτήσει κανείς τι με κρατάει όρθιο σ’ αυτή την πορεία
Τι να εξομολογηθώ σ’ αυτόν που όρισε τη μοίρα μου; Άκου
Είναι μεγάλο το βάρος του πλάνητα
Μόνο ελπίζω, σαν τον πένητα,
                                    πως θα σκοντάψω στο επόμενο βήμα
Και θα βρω το σημάδι της τύχης
Και κάτω απ’ αυτό θα βρω το νήμα
Να το δέσω κόμπο στο κουμπί του σακακιού μου
Και γύρω απ’ αυτό ν’ αρχίσω να τυλίγω τα όνειρά μου
Μαζί μ’ εκείνη την επιθυμία που είχα από παιδί, όταν έβλεπα
Τη διάφανη ζωγραφιά της άνοιξης μέσα από το παραθύρι
Και ήθελα να γίνω ένα μαζί της
Γιατί λιμάνι δίχως θάλασσα δεν υπάρχει
Και σταθμός δίχως τρένο δεν είναι σταθμός.


Πηγή για την εικόνα:

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Σύγχρονη τέχνη και διαφήμιση


Η σύγχρονη τέχνη δεν έχει πολλούς οπαδούς. Ασαφής, περίπλοκη, ακατανόητη, απευθύνεται κυρίως σε ανθρώπους που είναι σε θέση να την αποκωδικοποιήσουν. Οι άλλοι προτιμούν να θαυμάζουν έργα πιο παραστατικά, πιο αφηγηματικά, έργα τα οποία αποκαλύπτουν με μεγαλύτερη αμεσότητα το νόημά τους.
Η διαφήμιση όμως διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τη σύγχρονη τέχνη, εκτιμώντας εκείνα τα στοιχεία της που την κάνουν ανοίκεια σε πολλούς ανθρώπους. Η ασάφειά της, η περιπλοκότητα, η κρυπτότητα του νοήματος είναι χαρακτηριστικά πολύ ελκυστικά για τη διαφήμιση, επειδή την διευκολύνουν στην προσπάθειά της να αποδώσει ένα νόημα ρευστό το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό με διαφορετικούς τρόπους από διαφορετικούς ανθρώπους. Το να μην ξέρει κανείς ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία λειτουργεί στους ανθρώπους υπνωτιστικά και τους κάνει ευαίσθητους στο μήνυμα της διαφήμισης. Η έκπληξη, το σοκ το οποίο προκαλεί η σύγχρονη τέχνη μεταβιβάζεται και στη διαφημιστική αφίσα ή στο διαφημιστικό σποτ που την χρησιμοποιούν.
Ο Βέλγος ζωγράφος René Magritte, όσο ζούσε, σιχαινόταν τη δημοσιότητα. Όμως, τα έργα του έχουν γνωρίσει μεγάλη δημοσιότητα, όχι μονάχα εκτεθειμένα σε Μουσεία, αλλά και ως πηγές έμπνευσης για κάμποσες διαφημίσεις. 
Το 1933 ο Magritte ολοκλήρωσε την πρώτη εκδοχή του έργου του με τίτλο La condition humaine (Η ανθρώπινη κατάσταση), ενώ τη δεύτερη εκδοχή του ίδιου έργου την παρουσίασε το 1935. 

       René Magritte, La condition humaine (1933)
Ουάσινγκτον, National Gallery of Art

    René Magritte, La condition humaine (1935)
Γενεύη, Simon Spierer Collection

Η πραγματικότητα μπερδεύεται με τον καμβά. Πού αρχίζει η πραγματικότητα και πού σταματάει ο πίνακας είναι δύσκολο να πει κανείς. Ο κόσμος είναι άραγε αυτός ή είναι όπως τον βλέπουμε με τα μάτια μας; Είναι έξω από εμάς ή είναι αναπαράσταση της νοητικής μας εμπειρίας;
Η ιδέα αυτή του Magritte έχει αναπαραχθεί κάμποσες φορές στη διαφήμιση:

                                        Peintures Berger

Hitachi

Hewlett Packard

Hewlett Packard και πάλι

Πηγές:

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Ο διχασμός του φιλοσόφου (Μέρος Β΄)


Στο φανταστικό σενάριο του Hilary Putnam απάντησε ο επίσης Αμερικανός Tyler Burge. Για να δούμε πώς.
Ο Putnam, με το πείραμα της «Δίδυμης Γης», προσπάθησε να αποδείξει ότι η σημασία καθορίζεται από παράγοντες έξω από τον νου. Ο Burge γίνεται βασιλικότερος του βασιλέως, ισχυριζόμενος πως όχι μόνον η σημασία αλλά και ό,τι υπάρχει μέσα στον νου καθορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες. Εξτερναλιστής, λοιπόν, και αυτός, αλλά κοινωνικός εξτερναλιστής, επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι οι κοινωνικοί θεσμοί καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο των σκέψεων και των πεποιθήσεών μας.


Ας υποθέσουμε, λέει ο Burge για να αποδείξει τη θέση του, ότι μία κυρία με το όνομα Jane υποψιάζεται πως πάσχει από αρθρίτιδα επειδή νιώθει πόνο στον μηρό. Η Jane, που δεν είναι γιατρός, δεν μπορεί να γνωρίζει πως η αρθρίτιδα είναι μία φλεγμονή των αρθρώσεων και όχι των οστών. Έτσι, όταν λέει τη φράση: «έχω αρθρίτιδα στον μηρό μου», εκφράζει μία ψευδή πεποίθηση. Ας φανταστούμε τώρα, συνεχίζει ο Burge, ότι αυτή η αδαής περί τα ιατρικά Jane δεν ζει στη γη, αλλά στη δίδυμη Γη του Hilary Putnam. Έχει τα ίδια συμπτώματα με τη γήινη Jane, όμως εκεί η λέξη «αρθρίτιδα» χρησιμοποιείται από τους γιατρούς για να περιγράψει μια κάπως διαφορετική ασθένεια η οποία προσβάλλει και τα οστά, ας την πούμε «Tharthritis» (=δίδυμη αρθρίτιδα). Όταν, λοιπόν η Jane λέει: «έχω αρθρίτιδα στον μηρό μου», εκφράζει στην πραγματικότητα την ορθή πεποίθηση ότι έχει «Tharthritis». Σύμφωνα με τον Burge, σε αυτό το αντιπαράδειγμα, η Jane δεν έχει την πεποίθηση ότι πάσχει από αρθρίτιδα στον μηρό, όπως δεν έχει καμιά άλλη πεποίθηση για την αρθρίτιδα γενικά, εφόσον κανείς στη γλωσσική της κοινότητα δεν κατέχει την έννοια της «αρθρίτιδας». Τα εγγενή στοιχεία των δύο Jane παραμένουν ίδια, όμως οι πεποιθήσεις τους είναι διαφορετικές, κι αυτό αποδεικνύει την ορθότητα της εξτερναλιστικής θεωρίας. Επιπλέον, υποστηρίζει ο Burge, το είδος των σκέψεων και των πεποιθήσεων που έχει καθεμιά από τις δύο Jane δεν καθορίζεται μόνον από το τι υπάρχει μέσα στο μυαλό τους, αλλά και από τη γλωσσική κοινότητα στην οποία ζουν και η οποία συνιστά το κοινωνικό τους περιβάλλον.
Όσα, πάντως, ο ίδιος ο Burge έχει στο μυαλό του διαμορφώθηκαν από την εποχή που, εξοργισμένος από τον πόλεμο της Αμερικής στο Βιετνάμ, εργάστηκε στις εκστρατείες του πρώτου μαύρου γερουσιαστή της Giorgia, του Andrew Young. Αλλά και αργότερα, όταν, αντί να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Washington, όπως του πρότεινε ο Young, πρεσβευτής πλέον στα Ηνωμένα Έθνη επί Προεδρίας Carter, ο Burge αποφάσισε να σπουδάσει φιλοσοφία. Ο φιλόσοφος διχάστηκε, αλλά, όπως πιστεύει ο ίδιος, με τη φιλοσοφία κατάφερε να κάνει τον κόσμο καλύτερο, αν και σε μικρότερη κλίμακα απ’ ό,τι μέσω της πολιτικής.

Πηγές για τις εικόνες:

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Ο διχασμός του φιλοσόφου (Μέρος Α΄)


Το 1926, στο Chicago του Illinois, γεννήθηκε ο σπουδαίος φιλόσοφος Hilary Putnam. Το πεδίο των ενδιαφερόντων του Putnam είναι πολύ ευρύ: φιλοσοφία του νου, φιλοσοφία της γλώσσας, φιλοσοφία των μαθηματικών και φιλοσοφία της επιστήμης. 


Το 1960, ο Putnam ξεκίνησε εκστρατεία υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατά της αμερικανικής εμπλοκής στο Βιετνάμ. Τότε γοητεύτηκε επίσης από τον μαρξισμό-λενινισμό και έγινε μέλος του Προοδευτικού Εργατικού Κόμματος, για να αντιμετωπίσει, εξαιτίας αυτού, τις κατηγορίες του Πανεπιστημίου του Harvard (εκεί διδάσκει μέχρι σήμερα) ότι ασκεί διασπαστική πολιτική δραστηριότητα.  Πολύ αργότερα παραδέχτηκε ότι η ένταξή του στο Προοδευτικό Εργατικό Κόμμα αποτελούσε σφάλμα.
Αυτή δεν ήταν η μοναδική φορά που ο Putnam ανασκεύασε μια άποψή του. Μάλιστα, είναι πασίγνωστο πως έχει αλλάξει άποψη πάνω σε διάφορα (φιλοσοφικά) θέματα πολλές φορές στη ζωή του. Κάποιοι αυτό το αποδίδουν στην επιθυμία του να μην καταντάει βαρετός. Άλλοι στην εμμονή του να ελέγχει σχολαστικά κάθε φιλοσοφική άποψη, δική του ή των άλλων, με αποτέλεσμα να ανακαλύπτει αδυναμίες και λάθη.
Ο ίδιος επικαλείται άλλα κίνητρα:  «Εμείς οι φιλόσοφοι συχνά διχαζόμαστε ανάμεσα σε αντικρουόμενες σκέψεις, αλλά πολύ σπάνια το φανερώνουμε με τα γραπτά μας. Αυτό που κάνουμε είναι να αφήνουμε τους εαυτούς μας να διχάζονται κατ’ ιδίαν μέχρι να επιλέξουμε τη μια ή την άλλη εναλλακτική. Στη συνέχεια το δημοσιευμένο υλικό φανερώνει μόνο αυτό που επιλέξαμε, και όχι το γεγονός ότι διχαστήκαμε».
Όμως, υπάρχει μια θεωρία την οποία ο Putnam υποστηρίζει σθεναρά χωρίς παλινωδίες: τη θεωρία του σημασιολογικού εξτερναλισμού. Σύμφωνα με αυτήν, δεν είμαστε εμείς που σημασιοδοτούμε τη γλώσσα μας, αλλά είναι εξωτερικοί παράγοντες. Ο Putnam κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα στηριγμένος σε ένα νοητικό πείραμα το οποίο ανέπτυξε τη δεκαετία του ’70 και είναι γνωστό ως «Twin Earth» (δίδυμη Γη).


Μας ζητάει, λοιπόν, ο Putnam να φανταστούμε πως υπάρχει ένας πλανήτης δίδυμος με τη Γη, ένας πλανήτης πανομοιότυπος με τον δικό μας από κάθε άποψη, με μόνη διαφορά πως σε αυτόν τον πλανήτη δεν υπάρχει νερό. Φυσικά, οι άνθρωποι εκεί ξεδιψούν κι αυτοί με ένα άχρωμο, άοσμο υγρό (επομένως, επιφανειακά όμοιο με το νερό της Γης) που ρέει στα ποτάμια τους. Οι κάτοικοι αυτής της Γης (οι δίδυμοί μας) αναφέρονται σε αυτό επίσης ως «νερό», όμως η χημική του σύσταση δεν είναι H2O, αλλά XYZ.  Ένας κάτοικος της δικής μας Γης, αν ποτέ έφτανε σε αυτόν τον δίδυμο πλανήτη, δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά και θα αναφερόταν κι αυτός στο δροσιστικό υγρό με το όνομα «νερό», θεωρώντας το ίδιο με το γήινο νερό, και θα αναγνώριζε την πλάνη του μόνον εάν το υπέβαλε σε εργαστηριακές εξετάσεις.
Τι δείχνει το νοητικό πείραμα του Putnam; Ότι ο άνθρωπος της Γης και ο δίδυμος του, όταν σκέφτονται το νερό και το δίδυμό του αντίστοιχα, βρίσκονται σε όμοια ψυχολογική κατάσταση. Και όμως ... το περιεχόμενο των σκέψεών τους είναι εντελώς διαφορετικό. Η φράση: «το νερό είναι δροσιστικό» εκφράζει μια διαφορετική πεποίθηση του γήινου από την πεποίθηση του κατοίκου του δίδυμου πλανήτη, αφού ο δεύτερος ούτε έχει ποτέ δει, ούτε έχει ποτέ ακούσει ούτε έχει ποτέ γευθεί το νερό με χημική σύσταση H2O. Αυτό που έχει δει, ακούσει, γευτεί είναι το «Twater» (Twin Earth Water=Νερό της δίδυμης Γης). Και αυτό ισχύει ακόμα και για την περίοδο πριν από το 1750, πριν δηλαδή η επιστήμη αποκτήσει τα μέσα να διαφοροποιήσει το XYZ από το H2O.
Να, λοιπόν, πώς αποδεικνύεται, σύμφωνα με τον Putnam, το γεγονός ότι η σημασία ενός όρου καθορίζεται από κάτι που βρίσκεται έξω από τον ανθρώπινο νου.


Ο Putnam θα λάβει διάφορες απαντήσεις σε αυτήν του την άποψη τις οποίες θα δούμε στην επόμενη ανάρτηση.

Πηγές για τις εικόνες:

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ψηλαφώντας την τέταρτη διάσταση


Μεταξύ των ετών 1910 και 1912 η Comœdia, το σπουδαιότερο περιοδικό της εποχής για την τέχνη, απέκτησε έναν νέο συνεργάτη, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει καριέρα δημοσιογράφου: τον Gaston William Adam de Pawlowski. Στα 36 του χρόνια ο Pawlowski, διδάκτωρ της νομικής και μέγας σατυρικός συγγραφέας, ήταν επίσης παθιασμένος με τις πιο πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις και λάτρευε τις μηχανές, ακολουθώντας το μονοπάτι που είχαν χαράξει οι φουτουριστές. Ήταν, εξάλλου, φίλος δύο άλλων ανήσυχων πνευμάτων: του Alfred Jarry, του συγγραφέα που επινόησε μια παρωδία της επιστήμης, την Παταφυσική, και του Gillaume Apollinaire, εκείνου που εισήγαγε τον όρο «κυβισμός» (1913) και, αργότερα, τον όρο «υπερρεαλισμός».

   Alfred Jarry

  Jean Metzinger, Gillaume Apollinaire (1910)
                    Ιδιωτική Συλλογή

Στο περιοδικό Comœdia ήταν που ο Pawlowski άρχισε να δημοσιεύει τμήματα του έργου του το οποίο επρόκειτο να εκδοθεί το 1912 με τον τίτλο Voyage au pays de la quatrième dimension (Ταξίδι στη χώρα της τέταρτης διάστασης). Το μυθιστόρημα αναπτύσσει το θέμα της τέταρτης διάστασης, αξιοποιώντας τις απόψεις ενός άλλου λάτρη της επιστημονικής φαντασίας, του Charles Howard Hinton, ο οποίος, το 1882, είχε γράψει ένα δοκίμιο με τίτλο Quest-ce que la quatrième dimension? (Τι είναι η τέταρτη διάσταση;), στο οποίο εξέφραζε την άποψη ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι απλώς ψευδαισθήσεις.

                 Charles Howard Hinton

Στο μυθιστόρημα του Pawlowski ο αφηγητής ταξιδεύει στο μέλλον όπου, σε έναν υπερ-κόσμο, παρόμοιο με τον αιώνιο και ακίνητο πλατωνικό κόσμο των Ιδεών, συναντάει την τέταρτη διάσταση. Μη ευκλείδεια γεωμετρία και ένα σωρό παράδοξα μας κάνουν να υποψιαζόμαστε ότι πάνω και πέρα από τον κόσμο στο οποίο ζούμε υπάρχει κάτι άλλο. Ανδροειδή ρομπότ, τεχνητή γονιμοποίηση, δικτατορία της επιστήμης, είναι ορισμένα από τα θέματα του έργου και είναι αυτά που θα γίνουν αργότερα τα αγαπημένα θέματα του είδους της αφήγησης που θα ονομαστεί «επιστημονική φαντασία».


Το έργο του Pawlowski άσκησε μεγάλη επίδραση σε πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσά τους στον Marcel Duchamp, ο οποίος ομολογεί πως σε αυτό το μυθιστόρημα οφείλει την ιδέα για το έργο του Grand Verre, στο οποίο προσπαθεί να αποδώσει την αόρατη τέταρτη διάσταση. «Κάθε τρισδιάστατο αντικείμενο», λέει ο ίδιος, «είναι προβολή ενός πράγματος με τέσσερις διαστάσεις που δεν τις αντιλαμβανόμαστε».

        Marcel Duchamp, Grand Verre (1915-1923)
        Φιλαδέλφεια, Philadelphia Museum of Art

Ο Pawlowski γεννήθηκε σαν χθες, 14 Ιουνίου, το 1874 και πέθανε στις 2 Φεβρουαρίου του 1933.

Πηγές:
Ferry, Luc (1990). Le sens du beau. Aux origines de la culture contemporaine. Paris: Livre de Poche.