Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Mary Poppins


1964. Το Hollywood δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη. Μια Βρετανίδα γκουβερνάντα προσγειώνεται εκεί με τη μαγική της ομπρέλα. Έχει βγει από τις σελίδες ενός βιβλίου που γράφτηκε τριάντα χρόνια νωρίτερα (θα γραφτούν ακόμα επτά βιβλία με την ίδια ηρωίδα μέχρι το 1988) από την εγκατεστημένη στην Αγγλία Αυστραλέζα συγγραφέα Pamela Lyndon Travers. Και το όνομα αυτής: Mary Poppins.


Η νεαρή γκουβερνάντα βάζει τάξη στο σπίτι των Banks και χαρίζει στα δύο παιδιά της οικογένειας μοναδικές, ονειρεμένες εμπειρίες. Χαρά, τραγούδι, χαμόγελο, ομορφιά και αισιοδοξία είναι τα μαγικά της όπλα.
Ένα κουταλάκι ζάχαρη θα νοστιμίζει το φάρμακο, και όλες τις αγγαρείες:


Και το supercalifragilisticexpialidosius θα είναι η κατάλληλη λέξη για να περιγράψει το απερίγραπτο.


Στις περιπέτειες που θα ζήσουν τα παιδιά με την νταντά τους θα τους συνοδεύει ο καλύτερος φίλος της Mary Poppins, ένας χαρούμενος καπνοδοχοκαθαριστής, ο Bert, ενώ πιγκουίνοι, χελώνες και χήνες θα χορέψουν και θα τραγουδήσουν μαζί τους. Φύλακες πάρκων, ζωολογικών κήπων, αστυνόμοι, ζαχαροπλάστες και μια ηλικιωμένη γυναίκα που ταΐζει περιστέρια θα δώσουν στα παιδιά σπουδαία μαθήματα ζωής. Όταν η Mary Poppins θα εγκαταλείψει την οικογένεια Banks όλοι και όλα θα έχουν αλλάξει.


Η Mary Poppins του 1964 έχει πάρει την όψη και τη φωνή της Julie Andrews, ενώ ο Dick Van Dyke ενσαρκώνει τον Bert. Τα τραγούδια της ταινίας έγραψαν οι αδελφοί Sherman και σκηνοθέτης ήταν ο Robert Stevenson. Παραγωγός ήταν ο ισχυρός άνδρα της καλιφορνέζικης βιομηχανίας ψυχαγωγίας, ο διάσημος για τα καρτούν του Walt DisneyΗ ταινία κέρδισε 13 υποψηφιότητες για Όσκαρ και χάρισε στην πρωταγωνίστριά της το Όσκαρ α΄ γυναικείου ρόλου. 


Το 2013 μία νέα χολλυγουντιανή ταινία, με τίτλο Saving Mr. Banks (Η μαγική ομπρέλα), θα περιγράψει τη δύσκολη σχέση του Disney (Tom Hanks) με την Travers (Emma Thomson), στην προσπάθειά του να την πείσει να του παραχωρήσει τα δικαιώματα για την ταινία.


Πηγές για τις φωτογραφίες και τα βίντεο:

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Μια ανθοδέσμη από το Παρίσι (Μέρος Α΄)


Ο Γάλλος μετα-ιμπρεσιονιστής Édouard-Leon Cortès είχε εμμονή με το Παρίσι. Το ζωγράφιζε συνεχώς, σε όλες τις εποχές, σε όλες τις καιρικές συνθήκες. Ζωγράφιζε την κάθε του γωνιά, με το φως της ημέρας ή με το νυχτερινό σκοτάδι.
Από την πολύ πλούσια δουλειά αυτού του «Παριζιάνου ποιητή της ζωγραφικής», διάλεξα σήμερα να σας παρουσιάσω τους πίνακές του με θέμα την αγορά λουλουδιών στην Place de la Madeleine
Κιόσκια με λουλούδια και οι επιτήδειοι πωλητές έτοιμοι να προσθέσουν χρώμα και άρωμα στη μονοτονία της καθημερινότητας. Ένα παρδαλό ανθρωπομάνι κοιτάζει, γοητεύεται, κοντοστέκεται, ταλαντεύεται (να αγοράσει ή όχι;), παίρνει την απόφαση, παζαρεύει, πληρώνει. Ή περνάει βιαστικό και αδιάφορο στη ζωηρή πολυχρωμία των λουλουδιών και των ανθρώπων της αγοράς.










Πηγή για τις εικόνες:
http://www.wikiart.org/en/edouard-cortes/

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Οι τρεις δυτικοευρωπαϊκές αναγεννήσεις

Η Δυτική Ευρώπη γνώρισε τρεις πνευματικές αναγεννήσεις. Η πρώτη, από τα τέλη του 12ου ως τα τέλη του 13ου αιώνα, είναι ο Σχολαστικισμός, η δεύτερη, τον 16ο αιώνα, είναι η Αναγέννηση, και η τρίτη, τον 18ο αιώνα, είναι ο Διαφωτισμός.
Ο Σχολαστικισμός, σε μια εποχή που η Ευρώπη βγαίνει από τη βαρβαρότητα, ανακαλύπτει στον Αριστοτέλη τον ορθολογισμό, με τον οποίο επιχειρεί να κατοχυρώσει αντικειμενικά το κύρος του φορέα της γνώσης, που σε επίπεδο πολιτικό είναι ο φεουδάρχης, ενώ σε επίπεδο θρησκευτικό είναι η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Εχθρός είναι η αταξία και όπλο η ορθολογική πολιτική άρθρωση, που χαλαρώνει με την παραπλανητική παραμυθία μιας προσδοκώμενης εξωκοινωνικής, υπερβατικής ευτυχίας, την οποία απλόχερα προσφέρει στους εξαθλιωμένους πληθυσμούς ο ρωμαιοκαθολικισμός.


Η Αναγέννηση είναι η εποχή ενός παγανισμού αρχαιοελληνικής έμπνευσης, ο οποίος επιστρατεύεται εναντίον της μεσαιωνικής πολιτικής και θρησκευτικής δεσποτείας. Η Ευρώπη, αργά αλλά αποφασιστικά, επιχειρεί να οικοδομήσει ένα νέο πολιτικό σύστημα, με αφετηρία και μοχλό την εμπιστοσύνη στη δύναμη του ανθρώπου.


Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, τέλος, είναι ένα σύνθετο και πολύπλευρο πνευματικό κίνημα, που θεμελιώνεται στη μαχητική απόρριψη της μεταφυσικής: της μεταφυσικής αυθεντίας του πολιτικού δεσποτισμού αφενός, του ιδρυματικού φορέα της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αφετέρου. Αυτή η απόρριψη καθίσταται δυνατή τόσο χάρη στον ανθρωπισμό όσο και χάρη στην ανατίμηση της φύσης. Ο πρώτος ανακαλύπτει τον υποκειμενικό κόσμο, ενώ η ανατίμηση της φύσης, η οποία είναι το αποτέλεσμα της προόδου των φυσικών επιστημών, θέτει στο προσκήνιο τον αντικειμενικό κόσμο, επιτρέποντας τον παραλληλισμό μεταξύ των φυσικών νόμων και των νόμων οι οποίοι διέπουν την ανθρώπινη κοινωνία: οι πρώτοι μπορούν να περιγραφούν και να αναλυθούν ως το αντικείμενο ακριβούς και οριστικής γνώσης, και έτσι χειραφετούνται από τον Θεό, πράγμα που, κατ’ επέκταση, συνεπάγεται τη χειραφέτηση από τον Θεό και των δεύτερων, των ρυθμιστικών νόμων της ανθρώπινης συμβίωσης.


Πηγές για τις εικόνες:

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Πλάτων: περί μαγειρικής και κομμωτικής τέχνης


Στον ευρύτερο τομέα της εμπειρικής τεχνικής, που από τον Πλάτωνα ονομάζεται κολακεία, κατατάσσονται τέσσερις κλάδοι: ρητορική και μαγειρική, σοφιστική και κομμωτική. Ανά δύο, οι πρώτες μεριμνούν για την ψυχή, ενώ οι δεύτερες για το σώμα. Και οι τέσσερις είναι τέχνες ψευδεπίγραφες, είδωλα των αληθινών τεχνών, οι οποίες ταξινομούνται σε ένα δεύτερο τετράγωνο με το ίδιο κριτήριο ταξινόμησης, μέριμνα για το σώμα και μέριμνα για την ψυχή: δικαιοσύνη και ιατρική, νομοθετική και γυμναστική. Τα δύο τετράγωνα συνδέονται μεταξύ τους: όσον αφορά στο σώμα, τα είδωλα, μαγειρική και κομμωτική, αντιτίθενται στις αληθείς τέχνες της ιατρικής και της γυμναστικής, ενώ, όσον αφορά στην ψυχή, τα είδωλα, ρητορική και σοφιστική, αντιτίθενται στις αληθείς τέχνες της δικαιοσύνης και της νομοθετικής, οι οποίες φέρουν το κοινό όνομα πολιτική.


Η κολακεία, λοιπόν, προσελκύει τους ανόητους και τους εξαπατά προσφέροντάς τους ηδονή, χωρίς καμία μέριμνα για το αγαθό. Ο μάγειρος, λέει ο Πλάτων, προσποιούμενος ότι γνωρίζει τα άριστα για το σώμα, φροντίζει μόνο πώς να ευχαριστήσει τον ουρανίσκο μας, αδιαφορώντας για το υγιεινό διαιτολόγιο, που είναι όμως άνοστο και δυσάρεστο στη γεύση τις περισσότερες φορές. Στο εργαστήρι του αναμειγνύει τα υλικά, προσθέτει καρυκεύματα, φτιάχνει θαυμάσιες γεύσεις, διαλέγει κι ένα καλό κρασί, αδιαφορώντας όμως αν με όλα αυτά τα εξαιρετικά εδέσματα οι πελάτες του θα παχύνουν και θα καταστρέψουν την υγεία τους.
Το ίδιο και ο κομμωτής (που ταυτίζεται με τον ράφτη). Φορτώνει το σώμα μας με ξένο κάλλος, αφού το περιποιείται με καλλυντικά και το στολίζει με κομψά ενδύματα και κομμώσεις, αλλά παραλείπει τη γυμναστική άσκηση που χαρίζει στο σώμα πραγματική δύναμη και χάρη. Και οι δυο ενδιαφέρονται για τις ιδιοτροπίες του πελάτη τους και τη μόδα του συρμού, κι αν δεν υπήρχε η ψυχή να εποπτεύει το σώμα, τότε εκείνο θα εκτιμούσε, λόγω της ευχαρίστησης που του παρέχουν, τη μαγειρική και την κομμωτική περισσότερο από την ιατρική και τη γυμναστική.
Από την άλλη, οι άνθρωποι, ανίδεοι για το τι είναι καλό και τι κακό, επιδιώκοντας μόνο την ευχαρίστηση, θεωρούν τους δυο αυτούς τεχνίτες θεραπευτές του σώματος, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την πραγματική θεραπεία που προσφέρει η ιατρική και η γυμναστική. Μπερδεύουν έτσι τις «διακονικές» ενασχολήσεις, που είναι ταυτόχρονα και δουλοπρεπείς και ανελεύθερες, και ακόμα χειρότερα κακούργες και απατηλές , με τις πραγματικές τέχνες, κατά το δίκαιον δεσποίνας τούτων.


Αν μεταφέρουμε το παράδειγμα στο πεδίο της ψυχής, ό,τι ακούστηκε για τη μαγειρική και την κομμωτική προσαρμόζεται θαυμάσια στη ρητορική και τη σοφιστική. Κι αυτές προσφέρουν φαινομενική ευεξία, ισχυρίζεται ο Πλάτων. Οι ρήτορες και οι σοφιστές, στα δικά τους εργαστήρια, ανακατεύουν τη δύναμη και την ηδονή σε ένα μείγμα εκρηκτικό. Το γευστικό καρύκευμα είναι η πειθώ, η οποία μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματική στη βουλή και στα δικαστήρια, αλλά μπορεί επίσης να συγκαλύπτει την πιο βαθιά άγνοια του δίκαιου και του άδικου, του άσχημου και του ωραίου, του αγαθού και του κακού. Η ρητορική είναι πειθούς δημιουργός. Η ρητορική ως πειθώ χαρίζει δύναμη σε όποιον την κατέχει στους δημόσιους χώρους αντιπαράθεσης. Είναι γιατί αυτοί οι χώροι δεν απαιτούν το είδος της απόδειξης που οφείλει να βασίζεται στο αληθές. Στο μεν πεδίο του νοήματος, ενδιαφέρουν τον ρήτορα τα επιχειρήματα που μπορούν να στηρίξουν την υπόθεση εργασίας του. Και με αυτά παρασύρει το ακροατήριο, εφόσον στην πραγματικότητα ο ρήτορας αντλεί την επιχειρηματολογία του από τον χώρο του κοινού νου. Στο πεδίο πάλι της τεχνικής, ενδιαφέρει το ύφος, που μεταφράζεται απλώς σε μια επιτυχή ταξινομία σχημάτων. Η ρητορική είναι η τέχνη της ψιμυθίωσης και της απατηλής γοητείας, μαζί με τη σοφιστική, της οποίας αποτελεί το κυριότερο εργαλείο και το αντικείμενο διδασκαλίας.



Πηγές:
Πλάτωνος, Γοργίας, 463 d – 518 a.

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Ο χορός των Ευζώνων


Είναι η μακροβιότερη παράσταση χορού στην Αθήνα. Πραγματοποιείται σε δημόσιο χώρο, έχει ελεύθερη είσοδο και επαναλαμβάνεται ανά ώρα, όλη την ημέρα, κάθε μέρα. Ευσταλείς οι χορευτές (οι Εύζωνες της Προεδρικής Φρουράς), εντυπωσιακά τα κοστούμια (η παραδοσιακή στολή του τσολιά με την πολύπτυχη φουστανέλα), μεταμοντέρνα τα ηχητικά εφέ (το τραχύ σύρσιμο των τσαρουχιών, το κροτάλισμα των όπλων). Όταν τα στίφη των τουριστών με τις φωτογραφικές μηχανές και τα περιστέρια εξαφανίζονται με το πρώτο σκοτάδι, η αλλαγή φρουράς στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη καθηλώνει τον περιστασιακό θεατή. Στο ολιγόλεπτο ορχηστρικό δρώμενο, σελίδες της ελληνικής Ιστορίας κωδικοποιούνται σε μια κίνηση των δακτύλων του ποδιού, σε μια κάμψη του καρπού. Θεατρικότητα, μεγαλοπρέπεια, παράδοση. Ποιος επινόησε αυτή τη δωρική χορογραφία και πότε; Ουδεμία μνεία στην ιστορία και στο συμβολικό περιεχόμενο των ευζωνικών βημάτων δεν γίνεται στην ιστοσελίδα της Προεδρίας της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ψήγματα ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο. Σύμφωνα με κάποιο από αυτά, το τίναγμα του τσαρουχιού μπροστά αναπαριστά παλαιά πολεμική κίνηση, όταν οι μάχες γίνονταν σώμα με σώμα και οι μύτες των τσαρουχιών έκρυβαν αιχμηρά μαχαίρια. Κατά τα λοιπά, κάπου μεταξύ φολκλόρ και στρατιωτικής τελετουργίας παράπεσε, φαίνεται, η καταγωγή και η σημασία αυτού του συμβολικού χορού κι ας είναι διεθνώς αναγνωρίσιμος και ταυτισμένος με την εικόνα της νέας Ελλάδας.

Αναδημοσιευμένο κείμενο της Λαμπρινής Κουζέλη από το Βήμα της Κυριακής.

Πηγή:

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Το διήγημα του μήνα (Μάιος 2014)


Το μαγιάτικο διήγημα από τον Βλάσση Τρεχλή.


Τα παλιόχαρτα


Εκατόν εβδομήντα σκαλοπάτια ενώνουν την επάνω πόλη, την πόλη μου, με την κάτω όπου βρίσκεται ο σταθμός του τραίνου. Απέναντι από τον σταθμό, προς τη μεριά της θάλασσας, βρισκόταν, όταν ήμουνα παιδί, το κτήριο της Ένωσης Σταφιδικών Συνεταιρισμών. Γύρω από αυτό το κτήριο, κάθε φθινόπωρο, συγκέντρωναν οι σταφιδοπαραγωγοί τη σταφίδα τους. Χιλιάδες τσουβάλια, γεμάτα όσο δεν γινόταν άλλο, κάλυπταν ολόκληρη την περιοχή, ξεκινώντας από την οδό Ζωοδόχου Πηγής και φτάνοντας κοντά στο εκκλησάκι του Άι-Νικολάκη, κι ακόμα στον δρόμο πάνω από τον σταθμό, αλλά και στους κάθετους δρόμους. Ο κάθε αγρότης προστάτευε τα δικά του τσουβάλια και πάνω σ’ αυτά κοιμόταν τη νύχτα περιμένοντας την ώρα του για να τα παραδώσει. Σαν έφτανε η σειρά του, τα φόρτωνε σε ένα κάρο, από τα πολλά που γύριζαν ανάμεσά τους, και τα πήγαινε στην πλάστιγγα. Από τον υπάλληλο της μεγάλης ζυγαριάς έπαιρνε ένα χαρτί από ένα μπλοκ διπλότυπων αποδείξεων, που έγραφε ολογράφως και αριθμητικά το μαγικό νούμερο των κιλών και των κόπων του, καθώς και το όνομά του, και έφευγε για το χωριό του περιμένοντας να τον ειδοποιήσουν για να πάρει τα λεφτά του. Μέσα στα γραφεία της Ένωσης Σταφιδικών Συνεταιρισμών οι γραφιάδες περνούσαν τα στοιχεία των παραγωγών σε άλλες διπλότυπες καταστάσεις, μαζί με τα κιλά και την αμοιβή κατά κιλό, και όλα αυτά, παρέα με μια σειρά από διπλότυπα, τριπλότυπα και συγκεντρωτικές καταστάσεις, στέλνονταν στα κεντρικά της Αθήνας, στο Υπουργείο Γεωργίας, στο Τελωνείο, και ένας θεός ξέρει πού αλλού.


Σαν τελείωνε η παράδοση της σταφίδας, όλα αυτά τα νούμερα περνούσαν στα μεγάλα βιβλία που τα φύλαγαν στο ατσάλινο χρηματοκιβώτιο, στο γραφείο του Διευθυντή της Ένωσης. Τελειώνοντας κι αυτήν τη δουλειά, έδεναν τα διπλότυπα και τα τριπλότυπα με χοντρούς σπάγκους και τοποθετούσαν όλο αυτό το χαρτομάνι στα ράφια.


Όμως, η σχέση των υπαλλήλων με το χαρτί δεν τελείωνε εκεί. Συνέχιζαν να γράφουν, να ξεγράφουν, να διορθώνουν και, κάποιες φορές, να κλέβουν ή να πλαστογραφούν, και όλα αυτά σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, ώσπου να έρθει το επόμενο φθινόπωρο, να παραδοθεί η επόμενη παρτίδα σταφίδας, και έτσι συνεχιζόταν η ζωή σκοινί κορδόνι. Όταν το χαρτομάνι ξεχείλιζε από τα ράφια, τότε αποφάσιζαν να το πετάξουν στην πίσω αυλή του μεγάλου κτηρίου. Εκεί ήταν που συναντήθηκα μαζί του.


Ήμουν στην πέμπτη τάξη του Δημοτικού. Το μεγάλο κτήριο βρισκόταν στον δρόμο για το σπίτι μου κι από ‘κει περνούσα κάθε μέρα. Τα χρώματα των χαρτιών τράβηξαν την προσοχή μου, όπως τραβούν την προσοχή των μελισσών, των πεταλούδων και όλων γενικά των ζουζουνιών τα χρώματα των λουλουδιών και η γλυκιά τους γεύση, και η παιδική περιέργεια με οδήγησε προς τα εκεί. Ανέβηκα πάνω σε έναν μεγάλο σωρό χαρτιών. Πολύ πιο ψηλό από το μπόι μου. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο πολύ χαρτί. Χωρίς να ξέρω γιατί, άρχισα να ψάχνω τα μπλοκάκια. Ονόματα, κι άλλα ονόματα, τιμές, κιλά, υπογραφές, μονογραφές, σφραγίδες. Ένας κόσμος άρχισε να παρελαύνει από μπροστά μου. Στοιβαγμένα σακιά με σταφίδες, άνθρωποι κακοντυμένοι, αξύριστοι, αφάγωτοι, κάρα, ζύγια, γραφιάδες με μαύρες μανσέτες, μεγαλοϋπάλληλοι με βλοσυρό ύφος, αφεντικά με εξουσιαστικό ύφος. Όλα αυτά ήσαν γραμμένα πάνω σε εκείνα τα χαρτιά. Και ... ω του θαύματος! Ανάμεσα στα χαρτιά κάποια βιβλία. Τα θυμάμαι ακόμα: Το αγροτικόν ζήτημα εν Ελλάδι, Η αγροτική νομοθεσία, Αχαϊκαί παροιμίαι, Η εργάτρια μέλισσα και ο αγρότης. Κάθισα πάνω στον σωρό και άρχισα να ανοίγω ένα-ένα τα βιβλία. Αναζητούσα τίτλους, φράσεις, λέξεις, γράμματα σκούρα και γράμματα ανοιχτόχρωμα, πλαγιαστά, μεγάλα και μικρά. Τα βιβλία έφτιαχναν έναν μικρό σωρό δίπλα μου κι εγώ, ξεχασμένος πάνω στον σωρό, με μια απληστία πρωτόγνωρη, βυθιζόμουν συνεχώς μέσα τους.
Βιβλία εκείνα τα χρόνια στα φτωχόσπιτα δεν υπήρχαν, έτσι έγινε αυτός ο σωρός από χαρτιά το πνευματικό μου χρυσωρυχείο. Η επιστροφή από το σχολείο έγινε η μοναχική μου περιπέτεια. Χανόμουν από την παρέα και αργούσα να γυρίσω στο σπίτι. Καθισμένος πάνω στον σωρό από τα χαρτιά, έψαχνα σαν αρουραίος με την προσδοκία να βρω ένα βιβλίο ακόμα, και ενθουσιαζόμουν καθώς έβλεπα τον δικό μου σωρό να ψηλώνει.


Για μέρες συνεχιζόταν αυτή η αναζήτηση. Περίμενα κάθε μεσημέρι να χτυπήσει το κουδούνι του σχολείου και να ξαμοληθώ στις σκάλες, να προσπεράσω τον σταθμό, να φτάσω στον σωρό με το χαρτομάνι, και να αρχίσω να ψάχνω, να ψάχνω, να ψάχνω ... Ώσπου, ένα μεσημέρι, φτάνοντας μπροστά στον σταθμό των τραίνων, αντίκρισα απέναντί μου, στην πίσω αυλή της Ένωσης Σταφιδικών Συνεταιρισμών, μια τεράστια φωτιά. Το χρυσωρυχείο μου καιγόταν. Στην αρχή ένιωσα λύπη να με κυριεύει, μα δεν κράτησε για πολύ. Τα βιβλία που είχα μαζέψει από τον σωρό, η αίσθηση των χαρτιών και η περιγραφή του κόσμου μέσα στις αποδείξεις δεν είχαν χαθεί. Όλα αυτά βρισκόντουσαν τώρα μέσα στο κεφάλι μου. Στη στιγμή η λύπη μετατράπηκε σε χαρά, και δεν μου έμενε παρά να περιμένω την καινούρια συγκομιδή την επόμενη άνοιξη.


Θα μπορούσε να πει κανείς πως πολλές ιστορίες τελειώνουν όταν σβήσει η φωτιά. Αλλά όχι. Η δική μου ιστορία δεν τελείωσε έτσι. Η φωτιά, χωρίς να το καταλάβω, άναψε από τότε μέσα μου και με βασανίζει. Καίει τον νου μου, και χρόνια τώρα έχω κάνει συγκάτοικό μου το προϊόν του εγκλήματος. Ζω σε μια σοφίτα γεμάτη με χιλιάδες τόμους βιβλίων γύρω μου και ψάχνω, όχι πάντα ανώδυνα, στους τίτλους των βιβλίων, στις φράσεις, στις λέξεις, στα σκουρόχρωμα και ανοιχτόχρωμα γράμματα, έναν κόσμο που φιλόδοξα λέω πως είναι ο δικός μου ακριβός κόσμος.

Πηγές για τις εικόνες:

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Σύγχρονη τέχνη (;)


«Ο κάτωθι υπογραφόμενος Ben Vautier κηρύσσω αυθεντικό έργο τέχνης την απουσία τέχνης», γράφει ο Γάλλος fluxus καλλιτέχνης.


«Κάθε άνθρωπος είναι καλλιτέχνης. Αυτή είναι η συνεισφορά μου στην ιστορία της τέχνης», αναγράφεται από τον Joseph Beuys στην πρόσοψη του Κέντρου Georges Pompidou κατά τη διάρκεια αναδρομικής του έκθεσης.

               Joseph Beuys, The Defense Of Nature (1983-5)
                     Νέα Υόρκη, Guggenheim Museum

Πιο πριν ακόμα, ο Marcel Duchamp, με το έργο του Fountain (Κρήνη) το 1917, που δεν ήταν παρά ένα ουροδοχείο, είχε αποφανθεί πως έργο τέχνης είναι ό,τι εκείνος θεωρεί ως τέτοιο.


Τα καθημερινά αντικείμενα μπορούν να αναδειχθούν σε έργα τέχνης, εάν ο καλλιτέχνης τα επιλέξει θεληματικά, αλλοιώσει τον αρχικό τους προορισμό και τους αποδώσει έναν απροσδόκητο εκφραστικό ρόλο. Η τέχνη παύει πια να είναι ιερή, τα μουσεία και οι γκαλερί γεμίζουν με αντικείμενα η θέση των οποίων στο παρελθόν μπορεί να ήταν σε ένα κατάστημα ειδών υγιεινής. Τα ready-mades (ήδη-έτοιμα) αναγορεύονται σε objets dart (έργα τέχνης). Οι καλλιτέχνες παραβιάζουν τους κανόνες και επαίρονται γι’ αυτό. Καταργούν τα έργα τέχνης και το απολαμβάνουν. Είναι αρκετό να μιλήσει το υποκείμενο για να υπάρχει ο καλλιτέχνης. Ακρωτηριασμός από τον Michel Journiac, χειρουργικές επεμβάσεις επί σκηνής από την Orlan , κονσερβοποίηση κοπράνων από τον Piero Manzoni (1961), μηδέν από τον Robert Morris.


«Οι αληθινοί “ζωγράφοι και ποιητές” δεν ζωγραφίζουν, ούτε γράφουν ποιήματα. Είναι απλούστατα ζωγράφοι και ποιητές στην καθημερινή τους ζωή. Η παρουσία τους, και το γεγονός και μόνο ότι υπάρχουν, αποτελεί το μέγα και μοναδικό τους έργο», γράφει ο Yves Klein.

           Yves Klein, Anthropometries of the Blue Period (1962)

Χλευασμός; Αντίδραση; Πρόκληση;  Επανάσταση; Απελευθέρωση;
Ή μήπως: ασημαντότητα, μηδενισμός, βαρβαρισμός;

Πηγές:
Jean-François Mattéi, Η εσωτερική βαρβαρότητα. Δοκίμιο για τη σύγχρονη ακοσμία, μτφ. Ζωή Αντωνοπούλου-Τρεχλή, Αθήνα: Αρμός, 2009.

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ανδρέας Κάλβος. Το χαμένο πορτραίτο (προδημοσίευση)


Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος το νέο βιβλίο του Βλάσση Τρεχλή με τίτλο Ανδρέας Κάλβος. Το χαμένο πορτραίτο.


Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο:
«Ανδρέας Κάλβος, ο κοσμοπολίτης στο πνεύμα και στην αντίληψη. Φλωρεντία, Ζυρίχη, Λονδίνο, Παρίσι, και πάλι Φλωρεντία, Γενεύη, και πάλι Παρίσι, Ναύπλιο, Κέρκυρα, ξανά Λονδίνο, Έσσεξ και, τέλος, Λάουθ. Κουράζεσαι ή γοητεύεσαι να τον ακολουθείς; Βρίσκεται στον δρόμο για τη Χίο, την Πάργα, τα Ψαρά, τη Σάμο, το Σούλι. Βάζει τα γιορτινά του και ψάλλει για τον Βύρωνα, για τον Κανάρη, για τον Μπότσαρη. Ψάλλει για την ελευθερία, την αρετή, την πατρίδα, τη δόξα, τη νίκη. Ο Ανδρέας Κάλβος είναι γεμάτος από έρωτα για την πατρίδα, για τη ζωή, για τη γνώση, για τις Μούσες, για τη σιωπή. Η σιωπή καλύπτει σαν πέπλο τη ζωή του από τη στιγμή που επιστρέφει στην Ελλάδα. Η εικόνα του χάνεται στον χρόνο ...
Μια μυθιστορηματική βιογραφία του Ανδρέα Κάβου που ανασυνθέτει το χαμένο πορτραίτο του εθνικού ποιητή και μας ταξιδεύει στον 19ο αιώνα, στην εποχή του ρομαντισμού, των επαναστάσεων και των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών».

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Η πρωτομαγιά, η άνοιξη ...


Το 1890 ένας Αμερικανός ζωγράφος, σπουδασμένος στο Παρίσι, ζωγραφίζει την άνοιξη. Το όνομά του είναι Thomas Wilmer Dewing και έχει συνδεθεί με το καλλιτεχνικό ρεύμα που ονομάζεται τοναλισμός, την αμερικανική εκδοχή του αισθητισμού.


Ένα μάλλον ονειρικό θολό τοπίο που φιλοξενεί μερικές αιθέριες γυναικείες υπάρξεις. Αριστοκρατικής καταγωγής, όπως φανερώνουν τα πολυτελή τους ενδύματα. Η μια καθισμένη και μία ακόμη όρθια κρατώντας ένα καλάθι με ανοιξιάτικα λουλούδια. Στο βάθος μια άλλη ομάδα κοριτσιών σαν να χορεύει και δύο άλλες έτοιμες λίγο να απομακρυνθούν για να μοιραστούν τα μυστικά τους.
Κι ο θεατής θαυμάζει την ομορφιά, αλλά δεν έχει θέση στο όνειρο. Μένει στον δικό του πραγματικό τόπο, κοιτάζει γύρω του και οι γυναίκες δεν έχουν αυτήν την αρυτίδωτη όψη, η άνοιξη έρχεται αλλά παραμονεύει πάντοτε το φθινόπωρο και ο χειμώνας.
Το έργο έχει τον τίτλο Spring (Άνοιξη) και βρίσκεται στην Ουάσιγκτον, στο Smithsonian American Art Museum.

Πηγή για την εικόνα: