Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Το διήγημα του μήνα (Απρίλιος 2014)



Το πασχαλινό διήγημα από τον Βλάσση Τρεχλή.


Η κλασική μουσική


Το 1958 είδα από κοντά πώς ήταν ένα ραδιόφωνο. Σήμερα όλοι ξέρουν ότι είναι ένα φωτεινό κουτί με κουμπιά, όμως τότε κανείς δεν το ήξερε. Το έφερε ο πατέρας μου μια ανοιξιάτικη μέρα, λίγο πριν από το Πάσχα ήταν, και όλοι μαζευτήκαμε γύρω του. Το τοποθετήσαμε ψηλά στον τοίχο, σε μια μικρή εταζέρα ντυμένη με ένα κλαρωτό ύφασμα με σούρες. Με το ίδιο κλαρωτό ύφασμα του φτιάξαμε ένα κάλυμμα για να το προστατεύουμε από τις σκόνες. Ήταν ένα μικρό ραδιόφωνο μάρκας Philips


Ο πατέρας μου από εκείνη την ημέρα μόνο για ένα πράγμα στηνόταν μπροστά στο ραδιόφωνο: για να ακούσει τις ειδήσεις. Τότε έπρεπε όλοι να σιωπούμε. Οι αδελφές μου, όταν ήσαν στο σπίτι, άκουγαν τα ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη και κάθε Τετάρτη, αργά το βράδυ, όταν όλοι οι άλλοι είχαμε πέσει στα κρεβάτια μας, έστηναν το αυτί τους για να ακούσουν τους ηθοποιούς να διαβάζουν κάποιο θεατρικό έργο. Τα μεγάλα μου αδέλφια γύριζαν πολύ αργά από τη δουλειά τους, όταν όλα μέσα στο σπίτι είχαν σιωπήσει. Μόνο τις Κυριακές στηνόντουσαν μπροστά στο μικρό ραδιόφωνο για να ακούσουν την αναμετάδοση από τα γήπεδα ποδοσφαίρου. Η μάνα μου δεν στηνόταν ποτέ μπροστά στο ραδιόφωνο. Δεν είχε χρόνο. Το άνοιγε καμιά φορά, για συντροφιά, όταν έραβε, σιδέρωνε ή μπάλωνε τα ρούχα. Ο κόσμος ήταν ακόμα χειροποίητος.


Σαν το τοποθετήσαμε πάνω στην εταζέρα, αρχίσαμε να ψάχνουμε τους σταθμούς. Μια στα μακρά, μια στα μεσαία, μια στα βραχέα. Οι ελληνικοί σταθμοί ήσαν ελάχιστοι, δυο ή τρεις αν θυμάμαι καλά, και εξαντλούνταν γρήγορα. Μετά αναζητούσαμε ξένους σταθμούς στα βραχέα όπου η φωνή του εκφωνητή ερχόταν σαν μέσα από σωλήνες, από πολύ μακριά, από τα έγκατα της γης ή από το υπερπέραν. Ακούγαμε να μιλούν σε άλλες γλώσσες, να τραγουδούν στα ευρωπαϊκά και στα αραβικά. Κάποιες φορές πιάναμε σταθμούς από τις κομμουνιστικές χώρες. Από εκεί μαθαίναμε πόσο άσχημα περνούσαμε.


Λίγες ημέρες αφότου φέραμε το ραδιόφωνο στο σπίτι, άρχισε η Μεγάλη Εβδομάδα. Τα τραγούδια στο ραδιόφωνο σταμάτησαν και για πρώτη φορά άκουσα αυτό το είδος που ονομάζουμε κλασική μουσική. Από το πρωί μέχρι το βράδυ εναλλασσόταν η κλασική μουσική με τους όρθρους, τους εσπερινούς και όλες τις λειτουργίες.
«Πένθιμη μουσική είναι αυτή, τι την ακούς;» μου έλεγε η μάνα μου.
Για κάποιο λόγο που δεν τον έχω καταλάβει ίσαμε σήμερα, αυτή η μουσική μου άρεσε και λυπήθηκα που οι ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας τελείωσαν γρήγορα.
«Του χρόνου πάλι», μου είπε η μάνα μου γελώντας.
Υπήρξα όμως τυχερός. Κάποιος σπουδαίος άνθρωπος πέθανε και για μια-δυο μέρες ακουγόταν πάλι κλασική μουσική. Και επειδή οι απώλειες των διάσημων προσώπων δεν απολείπουν, περίμενα να πεθάνει ο επόμενος. Έτσι πέρασαν τα χρόνια, πέθανε ο Κένεντι το 1963, δυο-τρεις ημέρες τον κλάψαμε, πέθανε κι ο βασιλιάς Παύλος τον Μάρτη του 1964, κι ευχαριστήθηκα κλασική μουσική, κάπου σαράντα ημέρες την έπαιζαν. Πέθαναν κι άλλοι πολλοί. Πέθανε και η δημοκρατία το 1967 κι ανάμεσα σε ένα Adagio και ένα Allegro έθαβαν κι από ένα άρθρο του συντάγματος.


Πέρασαν όμως τα χρόνια. Σπούδασα, έτσι από μεράκι, την κλασική μουσική στο τοπικό Ωδείο, εξοπλίστηκα και με ένα καλό στερεοφωνικό. Συγκέντρωσα με τον καιρό μια μεγάλη συλλογή από δίσκους κλασικής μουσικής και τα βράδια κάθομαι κι ακούω αφήνοντας τους διάσημους νεκρούς στην ησυχία τους, μ΄αφήνουν κι αυτοί στη δικιά μου, αφού δεν εξαρτάται πλέον η μουσική μου απόλαυση από θλιβερά γεγονότα. Οι νεκροί έκαναν το χρέος τους.

Πηγές για τις εικόνες:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου