Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Το διήγημα του μήνα (Φεβρουάριος 2014)


Το διήγημα του Φεβρουαρίου από τον Βλάσση Τρεχλή.


Ο δρόμος του ταύρου


Η πόλη μου είναι χτισμένη σε τρία επίπεδα. Στο επάνω βρίσκεται η κυρίως πόλη, στο μεσαίο, που ονομάζεται Ληξουριώτικα, κυριαρχεί η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, και στο κάτω είναι το λιμάνι, ο μόλος και ο σιδηροδρομικός σταθμός. Το πέρασμα από την επάνω πόλη στην κάτω είχε για εμάς τα παιδιά όλα τα στοιχεία της περιπέτειας, αφού υπήρχαν πολλοί δρόμοι που έβγαζαν κάτω στη θάλασσα. Ένας λαβύρινθος, κατασκευασμένος όχι μόνον από πέτρες, σίδερα και γρανίτες, αλλά και από μικρές ιστορίες.

              Taureau (1963). Λάδι σε καμβά.
             Παρίσι, Fondation Le Corbusier

Για να πάω στο σπίτι μου, έπαιρνα συνήθως τον δρόμο που οδηγούσε στα Σταφιδάλωνα, αυτόν που πολύ αργότερα έμαθα πως λέγεται Ομαγυρίου Διός. Στο μέσον της διαδρομής, στο εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, έκοβα αριστερά και έφτανα στις γραμμές του τραίνου όπου ήταν το σπίτι μου. Όταν βιαζόμουν, έπαιρνα το καλντερίμι μετά την εκκλησία των Εισοδίων, δίπλα στα γύφτικα καλύβια. Ήταν ο πιο σύντομος δρόμος. Τα σκαλάκια ήταν το πιο διάσημο πέρασμα από την επάνω στην κάτω πόλη. Πέρασμα πολυσύχναστο -είχαν λιώσει οι μαρμαρόπετρες κοντά στις σιδεριές-, μα συγχρόνως και στίβος για όλα τα αγόρια. Εκεί γινόταν αγώνας δρόμου μεταξύ μας: ποιος θα ανέβει και ποιος θα κατέβει πρώτος. Από τον γρανιτόδρομο που οδηγούσε στο λιμάνι, την Τεμπελόραχη, λίγες φορές περνούσα. Ήταν έξω από τα γεωγραφικά μου όρια. Όταν, λοιπόν, κατέβαινα από τον δρόμο της ψαραγοράς, δεν συνέχιζα στην Τεμπελόραχη, αλλά, μόλις συναντούσα το κτήριο του ΟΤΕ, έκοβα δεξιά και έπεφτα πάνω σε ένα διχαλωτό καλντερίμι. Από τα δεξιά έβγαινα στα σκαλάκια. Από τα αριστερά έφτανα στον μόλο, στις δώδεκα βρύσες και στον πλάτανο του Παυσανία.

Taureau XVI (1958). Λάδι σε καμβά
Παρίσι, Fondation Le Corbusier

Στην αρχή του αριστερού καλντεριμιού βρίσκονταν τα σφαγεία. Ήταν ένα παλιό πέτρινο κτήριο με τσίγκινη σκεπή. Κοπάδια προβάτων συνωστίζονταν στη μικρή αυλή του. Τα χώριζαν σε ομάδες των δέκα και τα πήγαιναν στον σφαγέα. Κοπριά και αίμα μύριζε όλη η γειτονιά. Πολλές φορές είχα περάσει έξω από τα σφαγεία, αλλά ποτέ δεν τόλμησα να διαβώ την πύλη τους. Είχα την περιέργεια να δω τι γινόταν μέσα, αλλά ο φόβος με κρατούσε. Ώσπου κάποια μέρα το πήρα απόφαση.
Ήμουν στην έκτη τάξη του δημοτικού κι εκείνη την ημέρα ήμουν μόνος ή το επεδίωξα να είμαι μόνος –δεν θυμάμαι καλά. Άφησα τις φοβίες μου στο καλντερίμι και δειλά-δειλά πέρασα σε έναν χώρο που τον γέμιζαν οι φωνές και τα βελάσματα των ζώων. Στους τοίχους γύρω βρίσκονταν δεμένα πρόβατα, κατσίκια και ένα-δυο μοσχάρια. Σε μια άκρη οι εκδορείς αφαιρούσαν με τα κοφτερά μαχαίρια τους και με δεξιοτεχνικό τρόπο το δέρμα από το σώμα των ζώων που κρέμονταν στα τσιγκέλια. Μετά, αφαιρούσαν στομάχια, αντεριές και ποδαράκια, ενώ άφηναν τις συκωταριές στη θέση τους. Κάποιοι άλλοι έπλεναν τις πατσές σε μεγάλες τσιμεντένιες γούρνες και τύλιγαν με επιδεξιότητα τις αντεριές. Νερά έτρεχαν παντού. Όλοι δούλευαν πυρετωδώς. Καθόμουν και κοιτούσα εκστασιασμένος. 

                       Taureau XIII (1956). Λάδι σε καμβά.
Παρίσι, Fondation Le Corbusier

Τη στιγμή εκείνη δυο σφαγείς έφεραν έναν ταύρο. Έναν ταύρο με ολοκόκκινο τρίχωμα. Ήταν ένα τεράστιο, περήφανο και ατίθασο ζώο, γεμάτο μυς. Είχαν δεμένο ένα σκοινί στον λαιμό του και άλλο ένα από το πόδι στον λαιμό. Πέρασαν την άκρη του σκοινιού που κρεμόταν στον λαιμό του σε έναν σιδερένιο κρίκο στερεωμένο στο πάτωμα και το τράβηξαν με δύναμη. Ο ταύρος αντιστάθηκε για λίγο, μα στο τέλος λύγισε τα μπροστινά του πόδια και γονάτισε. Το κεφάλι του ακούμπησε στο δάπεδο. Ο τορέρο τον πλησίασε, έβγαλε το μαχαίρι από τη θήκη της ζώνης του και με μια κίνηση το βύθισε στο κεφάλι του ταύρου, κάπου ανάμεσα στα κέρατα. Το χτύπημα ήταν ακαριαίο. Ο ταύρος τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και σωριάστηκε ολόκληρος στο έδαφος. Ο τορέρο τράβηξε το μαχαίρι από το κεφάλι του ζώου και με αργές κινήσεις στάθηκε πάνω από το σωριασμένο ζωντανό. Αναζήτησε με τη ματιά του αυτό που ακόμα παλλόταν και με μια σίγουρη κίνηση έσκυψε και βύθισε το μαχαίρι στο στήθος του ταύρου, εκεί όπου γνώριζε πως βρισκόταν η καρδιά του. Σέρνοντας προς τα έξω το μαχαίρι, πετάχτηκε ένα ποτάμι αίμα, που έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε..., χωρίς σταματημό.

Taureau IX (1954). Λάδι σε καμβά.
Παρίσι, Fondation Le Corbusier

Πρώτη φορά έβλεπα τέτοιο πράγμα. Είχα δει να σφάζουν αρνιά και κατσίκια στις αυλές των σπιτιών της γειτονιάς μου, μα σε θυσία ταύρου πρώτη φορά γινόμουν θεατής. Φοβισμένος, βγήκα από τη βορινή έξοδο που οδηγούσε στη θάλασσα. Ένιωσα το αίμα του ταύρου, ίδιο ξεχειλισμένο ποτάμι, να κυλάει πίσω μου. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, μα, όσο κι αν έτρεχα, ο κόκκινος ταύρος μ’ ακολουθούσε απειλητικά.
Έφτασα στο σπίτι με μιαν ανάσα. Πήγα αμέσως και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα, μα το κόκκινο ποτάμι δεν έλεγε να χαθεί. Ήταν πάντα πίσω μου. Έριξα δυο κουβέρτες πάνω μου. Τίποτα. Έριξα τα στρωσίδια του χρόνου. Του κάκου. Φαίνεται πως τίποτα δεν ήταν αρκετό να σταματήσει την άλικη εικόνα.
Πενήντα χρόνια τώρα, το αίμα του ταύρου ακόμα με ακολουθεί.

Πηγή για τις εικόνες:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου