Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Μέρα Χριστουγέννων


Ο William Sergeant Kendall είναι ένας Αμερικανός ζωγράφος, πολύ γνωστός επειδή στα έργα του αποτυπώνεται η καθημερινότητα της αμερικανικής κοινωνίας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Χρησιμοποίησε, μάλιστα, ως μοντέλα τη σύζυγο και τις κόρες του. Στα έργα του το φως είναι διάχυτο με αποτέλεσμα οι σκιές να περιορίζονται, αντίθετα με τις επιταγές του ιμπρεσιονισμού που εκείνη την εποχή θριάμβευε.
Το έργο του Kendall με τον τίτλο Alison, Christmas Day (Άλισον, Μέρα Χριστουγέννων) απεικονίζει μια γλυκύτατη ξανθόμαλλη μικρούλα, με λευκό φόρεμα και κορδέλα στα μαλλιά, που την φροντίζουν μια πολύ στοργική μητέρα, ντυμένη με σκούρο δαντελωτό φόρεμα, και μια τρυφερή αδελφή, με γαλάζιο φόρεμα και πολύχρωμο φιόγκο στα μαλλιά.  


Το έργο φιλοτεχνήθηκε το 1909 και βρίσκεται στο Maryhill Museum of Art στο Barrytown.

Πηγή για την εικόνα

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Χριστουγεννιάτικα κάλαντα (για τρίτη φορά)


8 Δεκεμβρίου 1923. Η Saturday Evening Post αυτήν τη χρονιά, αντίθετα με ό,τι συνηθίζει, κυκλοφορεί με πολύχρωμο εξώφυλλο. Φιλοτεχνημένο από τον Norman Rockwell, απεικονίζει μουσικούς του δρόμου να λένε τα κάλαντα, ντυμένοι όσο πιο ζεστά μπορούν για να προστατευθούν από τον βαρύ χειμώνα της Νέας Υόρκης.


Πηγή για την εικόνα:

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Χριστουγεννιάτικα κάλαντα (και πάλι)


Κάλαντα και πάλι. Αυτήν τη φορά με αύρα μεσαιωνική και λεπτομέρειες εξωτικές.
Μια νεαρή γυναίκα, αβρή, ρομαντική. Τα μάτια της είναι γαλανά, τα μάγουλα ροδαλά και τα κόκκινα χείλη μισάνοιχτα τραγουδάνε τα κάλαντα. Στα χέρια κρατά ένα παράξενο δίχορδο μουσικό όργανο που συνοδεύει το τραγούδι της. Το ένδυμά της είναι πλούσιο, με κόκκινα τελειώματα, και τα μαλλιά της στερεώνονται με ένα κοχύλι. Ως σκηνικό, πίσω της, μια εξαιρετική ταπισερί.


Τα μακριά της μαλλιά είναι το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς στη νεαρή που παίρνει τη σκυτάλη. Δεν μοιάζει να τραγουδάει, μόνο παίζει τα κάλαντα στο ομορφοστολισμένο όργανο που έχει ακουμπισμένο στα γόνατά της, καθώς είναι καθισμένη στο πολυτελές πράσινο σκαμνί της. Πλάι της, δεξιά και αριστερά, δύο άλλες γυναίκες, ντυμένες στα πράσινα, φροντίζουν την κόμμωσή της. Τα μαλλιά της, σαν πλοκάμια, απλώνονται σε χρώμα κόκκινο της φωτιάς, όμοιο με το χρώμα του φορέματός της. Ένα στέμμα προορίζεται να προσθέσει γοητεία και αίγλη στην πεντάμορφη.


Και οι δύο πίνακες είναι έργα του προραφαηλίτη ζωγράφου Dante Gabriel Rossetti. Ο πρώτος, με τον τίτλο A Christmas Carol (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα), ζωγραφισμένος το 1867, ανήκε για ενενήντα χρόνια στην οικογένεια Leverhulme και σπάνια εκτίθετο. Τον Δεκέμβριο του 2013 δημοπρατήθηκε από τον οίκο Sothebys και πουλήθηκε στην αστρονομική τιμή των 4.562,500 βρετανικών λιρών. Ο δεύτερος, με τον ίδιο τίτλο, φιλοτεχνήθηκε δέκα χρόνια νωρίτερα και εκτίθεται στο Spencer Museum of Art, στο Κάνσας των Ηνωμένων Πολιτειών.
.
Πηγές για τις εικόνες:

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Χριστουγεννιάτικα κάλαντα


Κι ενώ τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, όλο και κάποια πιτσιρίκια θα μας χτυπήσουν την πόρτα για να πουν τα κάλαντα.


Η παρέα που θα μας τα τραγουδήσει φέτος είναι σαφώς πολυπολιτισμική. Οι νεαροί φόρεσαν τις παραδοσιακές στολές τους και ξεκίνησαν πρωί-πρωί, με το φανάρι κρεμασμένο στο χέρι. Έχουν μαζί τους το πανέρι για να βάζουν τα κεράσματα, μια φλογέρα κι ένα επιβλητικό τύμπανο. Τραγουδούν στις γειτονιές μιας άλλης Ελλάδας, με αγροτόσπιτα, με τις γλάστρες να κρέμονται από ψηλά, με το παρελθόν να στολίζει τις εξώθυρες και με τις νοικοκυρές να βγαίνουν στο χαμηλό παράθυρο, κρατώντας στο ένα χέρι το μωρό τους και στο άλλο ρόδια για να φιλέψουν τα παιδιά και να τους ευχηθούν.
Έργο του σπουδαίου Έλληνα ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, ο πίνακας με τον τίτλο Κάλαντα φιλοτεχνήθηκε το 1872 και ανήκει σε Ιδιωτική Συλλογή.

Πηγή για την εικόνα:

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Πίνοντας καφέ στο Παρίσι


18 Δεκεμβρίου 1752. Η βραδιά είναι πολύ σημαντική. Ανεβαίνει στην Comédie Française το θεατρικό έργο Narcisse ou lAmant de lui-même του Jean-Jacques Rousseau. Όλοι, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιστάσεις, συμφωνούν πως πρόκειται για αριστούργημα. Μόνον ένας διαφωνεί: ο ίδιος ο συγγραφέας του. Ο Rousseau βρίσκει το έργο του αφόρητα ανιαρό και το σκάει από το θέατρο λίγο πριν από το τέλος της παράστασης. Για πού; Για το καφενείο  που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το θέατρο, στον αριθμό 13 του δρόμου με το παλιότερο όνομα Rue des Fossés-Saint-Germain-des-Prés, ο οποίος, από το 1680 και μετά, λόγω της μεταφοράς σε αυτόν της  Comédie Française, έχει μετονομαστεί σε Rue de lAncienne Comédie. Το  καφενείο έχει πάρει το όνομά του από τον δεύτερο ιδιοκτήτη του, τον Σικελό σεφ Francesco Procopio dei Coltelli, που κι αυτός με τη σειρά του έχει δανειστεί το δικό του όνομα από τον Βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο. Στο Café Procope, λοιπόν, ο Rousseau προσπαθεί να πνίξει την πίκρα του με τον υπέροχο καφέ που σερβίρουν εκεί.

Το κτήριο της Comédie Française

Τριάντα δύο χρόνια αργότερα, στο ίδιο αυτό καφενείο των καλλιτεχνών είναι η σειρά του Pierre-Augustin Caron de Beaumarchais να δεξιωθεί τους φίλους του με την ευκαιρία της πρεμιέρας του έργου του Le Mariage de Figaro (Οι γάμοι του Φίγκαρο), το οποίο είχε γράψει έξι χρόνια νωρίτερα, αλλά δεν είχε ανεβάσει στη σκηνή εξαιτίας της λογοκρισίας.  


Ο Voltaire και ο Diderot δεν παραλείπουν να έρχονται συχνά-πυκνά στο ήδη διάσημο καφενείο και ο Montesquieu, στο έργο του Lettres persanes (Περσικές επιστολές), εξηγεί ότι η υψηλή ποιότητα του καφέ που σερβίρεται εκεί κάνει τους διανοούμενους να προτιμούν φανατικά το συγκεκριμένο καφενείο.


Κατά την περίοδο της γαλλικής επανάστασης, το κλαμπ των Cordeliers δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση για το Café Procope. Ανάμεσα σ’ εκείνους που απολαμβάνουν τον καφέ και τη θαλπωρή του είναι ο Danton και ο Marat. Αλλά και οι Jacobins, με πρώτο και καλύτερο τον Robespierre, συχνάζουν εκεί. Και είναι ο στενός φίλος του Robespierre, ο φλογερός επαναστάτης Camille Desmoulin (ο οποίος αργότερα, στα χρόνια της τρομοκρατίας, θα εκτελεστεί στη γκιλοτίνα) εκείνος που, πάνω σε έναν από τους τοίχους του καφενείου, έγραψε: «Αυτό το καφενείο δεν είναι, όπως τα άλλα, διακοσμημένο με γυαλί, με επιχρυσωμένα αντικείμενα και προτομές, αλλά το κοσμεί η ανάμνηση των Μεγάλων Ανδρών τα έργα των οποίων, αν φυλάσσονταν εδώ, θα μπορούσαν να καλύψουν τους τοίχους του».
Σήμερα το Café Procope, το παλιότερο καφενείο του Παρισιού (και του κόσμου λένε μερικοί), βρίσκεται στην ίδια θέση, γεμάτο με τις σκιές όλων εκείνων που σ’ αυτό ήπιαν, συζήτησαν, γέλασαν, λυπήθηκαν, ονειρεύτηκαν. Γεμάτο με τις σκιές του Moliere, του Racine, του Honoré de Balzac, του Victor Hugo, του Théophile Gautier, του Alfred de Musset, της George Sand, του Paul Verlaine, του Anatole France, του Léon Gambetta, του Benjamin Franklin, του Oscar Wilde και πολλών άλλων.


Πηγές για τις εικόνες:

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Οι 4 εποχές της αστυνομικής λογοτεχνίας (Μέρος Δ΄)


Και φτάνουμε στο τέλος: στο αφήγημα αγωνίας, αυτό που συχνά το λέμε και thriller. Έχει τις ρίζες του στη νουβέλα της Agatha Christie που δημοσιεύτηκε στη Βρετανία το 1939 με τον τίτλο: Ten Little Nigers (Δέκα μικροί νέγροι) και μετονομάστηκε για τις ανάγκες της αμερικανικής αγοράς σε: And Then There Were None (Και μετά δεν υπήρχε κανείς).


Μαιτρ του είδους αναδείχτηκε ο Alfred Hitchcock ο οποίος το 1960 μεταφέρει στον κινηματογράφο τη νουβέλα του Peter Bloch με τον τίτλο: Psycho (Ψυχώ). Ο αναγνώστης ή ο θεατής, καθώς το έργο εξελίσσεται, παρακολουθεί τα βήματα του δολοφόνου που θα οδηγήσουν στο έγκλημα. Η προσμονή του εγκλήματος, και όχι η διάπραξή του όπως σε προηγούμενες εποχές, είναι που προκαλεί τον τρόμο.


Ο Truman Capote το 1965 στο μυθιστόρημά του In Cold Blood (Εν ψυχρώ), και η Patricia Cornwell το 1990 στο Postmortem (Μετά θάνατον), με ηρωίδα τη μεθοδική ιατροδικαστή Kay Scarpetta, ακολουθούν την ίδια γραμμή. Επιπλέον, η εξιχνίαση αρχίζει όλο και περισσότερο να συνδέεται και με τα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Το CSI (=Crime Scene Investigation) αποτυπώνει τη νέα εποχή: επιστημονικές μέθοδοι αιχμής μαζί με παλιομοδίτικη αστυνομική έρευνα.  


Το αστυνομικό αφήγημα μετά το 1990 έχει εντελώς απομακρυνθεί από τα πρώτα δείγματα του είδους που εμφανίστηκαν σε μια εποχή σημαδεμένη από τον θρίαμβο της λογικής. Τώρα πια οι κοινωνικές αδικίες και η ψυχολογία παίρνουν το πάνω χέρι.
Ιστορίες κατασκοπείας από τον John Le Carré, υπάλληλο της MI5 και της MI6, τρομοκρατία από τον Stuart Neville, περιθώριο και υπόκοσμος από τον James Ellroy, κίνημα των αγανακτισμένων από τον δικό μας Πέτρο Μαρτινίδη, ρατσισμός από τον George Pelecanos και τον Πέτρο Μάρκαρη με ήρωα τον αστυνόμο Χαρίτο, ναζισμός από τον Jo Nesbo και τον Philip Kerr, αλλά και τραβηγμένες από τα μαλλιά παγκόσμιες συνωμοσίες στα βιβλία του Dan Brown, για να αναφέρω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα. Serial killers, πόρνες, βιαστές, εγκληματίες με λευκά κολάρα, φασίστες, ψυχοπαθείς είναι οι καινούριοι ήρωες.




Γιατί να διαβάσει κανείς αστυνομική λογοτεχνία αντί να διαβάσει την πρωινή του εφημερίδα;
Και μάλιστα, καθώς, όλο και πιο συχνά, η γρήγορη πλοκή και ο εντυπωσιασμός αντικαθιστούν την επιμελημένη γραφή, τη λογική συνέπεια και το ενδιαφέρον για τη λύση του αινίγματος.
Δόξα τω Θεώ που επανακυκλοφορούν οι παλιές αστυνομικές ιστορίες, αλλά και γράφονται ακόμα μερικά αστυνομικά αφηγήματα ποιότητας.
    
Πηγές για τις εικόνες:
http://phandroid.com/2013/03/21/da-vinci-code-10th-anniversary/

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Οι 4 εποχές της αστυνομικής λογοτεχνίας (Μέρος Γ΄)


Ας αφήσουμε τις αφιλόξενες αγγλοσαξωνικές μεγαλουπόλεις και ας μεταφερθούμε, αρχές του 20ού αιώνα –πιο συγκεκριμένα το 1905- στη Γαλλία. Εκεί θα συναντήσουμε όχι έναν ντετέκτιβ αφιερωμένο στο δίκαιο και στην τάξη, αλλά τον αριστοκράτη λωποδύτη που ακούει στο όνομα Arsène Lupin. Δεν είναι ο συνηθισμένος εγκληματίας της προηγούμενης εποχής: δαιμόνιος, σκληρός, μοχθηρός. Ο Lupin ναι μεν κλέβει, και μάλιστα με τρόπο αριστοτεχνικό, αλλά με σκοπό να προσφέρει ανακούφιση στους φτωχούς. Κάτι σαν τον Robin Hood ή σαν τους ευγενείς ήρωες των «ληστρικών» μυθιστορημάτων.

Ο Romain Duris ως Arsène Lupin

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1928, ο ίδιος τύπος παρανόμου αποκτά βρετανική υπηκοότητα και υπογράφει τα εγκλήματα που κάνει με τα αρχικά του ονόματός του: ST από το Simon Templar, πράγμα που του δίνει το παρανόμι «Saint» (=Άγιος).

Ο Roger Moore ως «Άγιος»

Το 1911 οι δύο ήρωες αποκτούν για παρέα τους τον ασύλληπτο, επίσης Γάλλο, κακοποιό Fantômas και τον Erik, πιο γνωστό ως Fantom of the Opera (=Φάντασμα της Όπερας).




Κάμποσα χρόνια αργότερα, το 1955, ο συμπαθής αλλά ανήθικος Tom Ripley έρχεται να συμπληρώσει την ομάδα των ευγενών εγκληματιών.

Ο Matt Damon ως Tom Ripley

Ο Maurice Leblanc, ο Leslie Charter, ο Marcel Allain μαζί με τον Pierre Souvestre, ο Gaston Leroux και η Patricia Highsmith είναι με τη σειρά εκείνοι που επινόησαν αυτούς τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, δίνοντας συγχρόνως άλλη κατεύθυνση στο αστυνομικό αφήγημα, το οποίο, σε αυτήν την τρίτη εποχή του, θα μπορούσε να ονομαστεί «ανθρώπινο».
Επειδή όχι μόνον οι παράνομοι αλλά και οι αστυνομικοί έχουν ανθρώπινο πρόσωπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο επιθεωρητής Jules Maigret του Βέλγου Georges Simenon που εμφανίστηκε το 1931.


Στην Ελλάδα επίσης δημιουργείται ολόκληρο ρεύμα. Πρώτα-πρώτα ο ντετέκτιβ, ενωμοτάρχης της χωροφυλακής και κατόπιν αστυνόμος, Μπίλλυ Γεράνης του Πέτρου Μακρυνού το 1942, στη διάρκεια της κατοχής. Και μετακατοχικά, ο εμπνευσμένος από τον Maigret αστυνόμος Μπέκας του Γιάννη Μαρή που πρωτοεμφανίστηκε το 1953 στο περίφημο Έγκλημα στο Κολωνάκι. Ο αστυνομικός διευθυντής Μπένσον και ο βοηθός του Μακ Γκρέγκορ του Ορέστη Λαζαρίδη το 1954, ο αστυνόμος Γεράκης της Αθηνάς Κακούρη το 1959, και πολλοί άλλοι.

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης ως αστυνόμος Μπέκας

Όλοι αυτοί οι ήρωες ακολουθούν το ίδιο πρότυπο του αστυνομικού που εξιχνιάζει το έγκλημα βασισμένος στην ψυχολογική ανάλυση του χαρακτήρα των υπόπτων και εντάσσονται στην «ανθρώπινη» εποχή του αστυνομικού αφηγήματος.

Πηγές για τις εικόνες:
http://thearkisexploringtheworld.wordpress.com/2012/01/02/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%85%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CE%B5%CE%B6%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD/