Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης


29 Μαΐου 1913 –ακριβώς εκατό χρόνια πριν. Παρίσι. Théâtre des Champs Élysées.


Είναι η πρεμιέρα του έργου του Igor Stravinsky, Rite of Spring (Ιεροτελεστία της Άνοιξης) με τα ρωσικά μπαλέτα του Sergei Diaghilev σε χορογραφία του Vaslav Nijinski (πρωτοχορεύτρια η Maria Piltz) και με κοστούμια του Nicolas Roerich. Στο πόντιουμ ο Pierre Monteux.
Το θέμα του έργου; Η φύση που σιγά-σιγά ξυπνάει και οι αρχέγονες ιεροτελεστίες που συνοδεύουν αυτό το ξύπνημα. Όλα γιορτάζουν την ιερή δύναμη της μητέρας γης κι ανάμεσά τους ένα κορίτσι, η Εκλεκτή, ντυμένη στα λευκά, χορεύει εκστατικά ως τη στιγμή που ο σοφός γέροντας  θα προφέρει τις μαγικές λέξεις κι εκείνη θα πέσει νεκρή, καθαγιάζοντας με τη θυσία της τη φύση και προετοιμάζοντας την αναγέννησή της. Η πολύτιμη άνοιξη έρχεται γεμάτη δύναμη και σφρίγος μέσα σε αλαλαγμούς από το έξαλλο πλήθος.
Πρωτόγονα ένστικτα, ερωτισμός, ζωική δύναμη και εξωτική μαγεία είναι τα υλικά αυτού του πρωτοποριακού έργου.  Παραδοσιακά φολκλορικά στοιχεία ενσωματώθηκαν στη μουσική, στον χορό και στα κοστούμια. Η παραδοσιακή μελωδική γραμμή υποχώρησε προς όφελος του ρυθμού. Η επιτήδευση έδωσε τη θέση της στον δυναμισμό μιας βάρβαρης πνοής. Οι στάσεις του σώματος, οι κινήσεις και τα σχήματα της χορογραφίας σε τίποτα δεν θύμιζαν ό,τι είχε παρασταθεί ως τότε. Το σώμα χάνει την ελαφράδα του και παραμένει αλύγιστο, καρφωμένο στο έδαφος με φρενήρη ποδοπατήματα.


Όλη η καλή κοινωνία του Παρισιού συνωστίζεται ανυποψίαστη στο θέατρο. Φανταχτερές τουαλέτες και μαύρα κομψά κοστούμια, ακριβά κοσμήματα και χτενίσματα της μόδας. Η παράσταση αρχίζει. Ένας καταιγισμός από πρωτόγονους ρυθμούς ακούγεται. Ηχοχρώματα καινούρια. Δομές άγνωστες. Χορογραφία διαβολική. Μια απίστευτη ενέργεια κατακλύζει την αίθουσα. Πνιχτά χάχανα και σούσουρο στο πλήθος ήδη από την εισαγωγή.  «Σιωπή, κότες της αριστοκρατίας», κραυγάζει ο συνθέτης Florent Schmitt. Αρχίζουν τα γιουχαΐσματα. Μια τεράστια αναταραχή που δεν επιτρέπει στους συντελεστές να ακούνε ούτε καν τη μουσική. Κάποια μικροαντικείμενα  εκτοξεύονται  προς  την κατεύθυνση της ορχήστρας που συνεχίζει να παίζει απτόητη. Ο Nijinski ουρλιάζει στους χορευτές να χορεύουν με ρυθμό. Ο Diaghilev αναβοσβήνει τα φώτα για να σταματήσει τη φασαρία. Ο Stravinsky εξοργισμένος εγκαταλείπει το θέατρο. Ο Ravel, στη γωνιά του, κρατάει ακατάπαυστα σημειώσεις, εντυπωσιασμένος με ό,τι βλέπει και ακούει.


Μετά από εννέα παραστάσεις, το έργο κατέβηκε, αφού πρώτα κατάφερε να χωρίσει τον παρισινό τύπο στα δυο. Όμως ο Stravinsky επέμεινε. Δέχθηκε, εξάλλου, και την υποστήριξη του Claude Debussy και του Maurice Ravel, που αναγνώρισαν την ιδιοφυΐα του. Έναν χρόνο αργότερα, στις 5 Απριλίου, επανέρχεται  στο Παρίσι, στο Cazino de Paris αυτήν τη φορά, με την ορχηστρική μορφή του έργου και αποθεώνεται, ενδεχομένως από το ίδιο κοινό που την προηγούμενη φορά τον είχε αποκηρύξει.
Σήμερα η Ιεροτελεστία της Άνοιξης θεωρείται έργο-σταθμός και είναι  συνώνυμη με την ουσία και την ιδέα του Μοντερνισμού. H αυθεντική χορογραφία αποκαταστάθηκε το 1987 από τη Millicent Hodson.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Η διδασκαλία της ιστορίας: Fernand Braudel


Το 1985 πεθαίνει, σε ηλικία ογδόντα τριών ετών, ο πιο γνωστός και δημοφιλής από την παρέα των Annales, o Fernand Braudel. Λίγο μόλις καιρό πριν είχε κληθεί να διδάξει την πολιορκία της Toulon του 1707 στους μαθητές της τέταρτης τάξης του Collège dEnseignement Secondaire (CES) της ομώνυμης πόλης. Η διδασκαλία του γίνεται μπροστά στις κάμερες. Ο Braudel αναλαμβάνει το μεγάλο ρίσκο να πείσει ότι η διδασκαλία της ιστορίας μπορεί να είναι επιστημονική αλλά και ελκυστική συνάμα. Μπορεί επίσης να επιμείνει στα γεγονότα, αλλά και να τα υπερβεί.


Με τον Braudel η ιστορία διέρχεται μια νέα φάση. Από χρονικό ηγεμόνων, ιστορία των μαχών και καθρέφτης των πολιτικών γεγονότων, που ήταν κάποτε, καταπονώντας τη μνήμη με χρονολογίες και ονόματα, γίνεται ιστορία της μέσης και της μακράς διάρκειας. Στοχεύει στον βραδύ χρόνο και στις αργές μεταβολές. Μετά, με τον Braudel η ιστορία ανοίγει την πόρτα στις «γειτονικές επιστήμες»: τη γεωγραφία, τη δημογραφία, την οικονομία, την κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία, την ψυχολογία. Κι έτσι η ματιά της διευρύνεται. Τέλος, με τον Braudel η ιστορία, κάνοντας βουτιά στο παρελθόν, αντιλαμβάνεται καλύτερα το παρόν και μπορεί, ορισμένες φορές και ως ένα σημείο, να προβλέψει και το μέλλον.
Παραδοσιακή vs Νέα Ιστορία;
Σε επίπεδο ερευνητικό ίσως. Όμως, σε επίπεδο διδακτικό, από το πυροτέχνημα του γεγονότος στο οκνό περπάτημα των πολιτισμών, αυτές οι φάσεις της ιστοριογραφίας είναι σαν τα σκαλοπάτια μιας σκάλας και, όπως λέει ο Braudel, κανένα σκαλοπάτι δεν πρέπει να θυσιάζουμε. 


Πηγές:
   

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Οι δύο ιστορίες


Όσο περισσότερο ασχολούμαι με την ιστορία, τείνω να πιστέψω πως, παρόλο που η αγωνιστική διάθεση έχει υποχωρήσει, εξακολουθούν να υπάρχουν δύο «ιστορίες».

               Leopold von Ranke

Η μια, με την σφραγίδα των Γερμανών, είναι καρπός του 19ου αιώνα. Σκληρός πυρήνας της είναι τα γεγονότα, ιερά και από μόνα τους εύγλωττα. Αυτή η ιστορία ονομάζεται συμβαντολογική (histoire événementielle), όνομα που τονίζει τον επιφανειακό της χαρακτήρα. Νοιάζεται και μελετά το γεγονός, το ξεχωριστό, το εξαιρετικό, το ανεπανάληπτο. Πολιτική πρώτα και, κατά προέκταση, διπλωματική και στρατιωτική, περιγράφει πολιτικές ενέργειες, διπλωματικές συνωμοσίες και μάχες, μάχες, μάχες ... τόσο που οι Γάλλοι την ονομάζουν ειρωνικά histoire bataille. Παράλληλα με τα γεγονότα, και οι μεγάλοι άνδρες, πολιτικοί και στρατιωτικοί. Ο ιστορικός επιχειρεί να αναπαραστήσει τις σκέψεις και τις επιδιώξεις τους, αφού τα πάντα εξαρτώνται από τους χειρισμούς τους, από τις αδυναμίες τους, τα πάθη ή τις αρετές τους. Τα αρχεία μελετώνται για να προστεθούν κι άλλα νέα γεγονότα πάνω στα ήδη γνωστά, να συνδεθούν, να ταξινομηθούν, να δοθούν ως μια σειραϊκή συνέχεια. Η ερμηνεία είναι αιτιακή και ξεπηδάει από τη σχέση προηγούμενου-επόμενου ανάμεσα στα γεγονότα. Αυτή η ιστορία είναι περιγραφική ως προς τον άξονά της, ιδεαλιστική ως προς τη θεωρία της, θετικιστική ως προς τη μέθοδό της. 
Τα μειονεκτήματά της; Πρώτα-πρώτα περιορίζεται στο μερικό, αγνοώντας το σύνολο της κοινωνίας και τις ανθρώπινες μάζες που την αποτελούν. Έπειτα, θέλει να είναι ιστορική αφήγηση χωρίς να κάνει ιστορική ανάλυση. Ακόμα περισσότερο, της καταλογίζουν σύνδρομο μεταφυσικής σύλληψης της όλης ιστορικής πορείας (για παράδειγμα, η αιτιακή αλυσίδα των γεγονότων οδηγεί σε μια αυστηρή εσχατολογία) και δογματικό γνωσιολογισμό (εφόσον τα γεγονότα είναι γυμνά και μιλούν από μόνα τους, τότε είναι όλα το ίδιο αληθινά). Στη διδακτική πρακτική η παραδοσιακή ιστορία, δούλη της αφήγησης των γεγονότων, ενοχοποιείται για την καταπόνηση της μνήμης, αφού την τροφοδοτεί ασταμάτητα με ημερομηνίες, ονόματα ηρώων και κατορθώματα σπουδαίων ανδρών.
Τον 20ό αιώνα η ιστορία γίνεται υπόθεση των Γάλλων και είναι επηρεασμένη τόσο από τη μαρξιστική, νεομαρξιστική και μεταμαρξιστική σκέψη όσο και από την ανάπτυξη των άλλων επιστημών του ανθρώπου, κυρίως της κοινωνιολογίας, της πολιτικής οικονομίας και της ανθρωπολογίας. Αυτή η «νέα ιστορία» ξεπερνά τα γεγονότα της στιγμής και ενδιαφέρεται για τη συγκυρία και τη «μακρά διάρκεια». Γι’ αυτήν ο πολιτισμός είναι ολικός και η ιστορία ενιαία και γι’  αυτό ο ιστορικός μελετά πώς το κοινωνικό αρθρώνεται πάνω στο οικονομικό και το πολιτιστικό πάνω στο κοινωνικό. 
Ο François Simiand το 1903, ο Lucien Febvre από το 1910 και το περιοδικό Annales από το 1929 σηματοδοτούν αυτήν την καινούρια αντίληψη. Τώρα το ιστορικό ενδιαφέρον μετατίθεται από την πολιτική και διπλωματική ιστορία, από τη μελέτη των προσωπικοτήτων και των μαχών, στο καθημερινό, το οικονομικό, το κοινωνικό, τις νοοτροπίες, τις συλλογικές αντιλήψεις, ενώ παράλληλα ο Claude Lévi-Strauss, με τις δικές του έρευνες, ανοίγει τον δρόμο για να απαλλαγεί η ιστορία από την ευρωκεντρική της αντίληψη. 

  François Simiand

                       Lucien Febvre

Η νέα ιστορία εγκαταλείπει το μοναδικό, το εξαιρετικό, το ξεχωριστό, και στρέφεται προς το επαναλαμβανόμενο, προς αυτό που μένει ακίνητο-ή σχεδόν ακίνητο- για μια μακρά χρονική περίοδο. Η μεγάλη της αντίθεση με την παραδοσιακή ιστορία είναι ακριβώς αυτή η άλλη σύλληψη του χρόνου. Η παραδοσιακή είναι η ιστορία της βραχείας διάρκειας (του στιγμιότυπου χρόνου των γεγονότων, των μαχών, των συνθηκών), ενώ η νέα είναι η ιστορία της μεσαίας και της μακράς διάρκειας. Για τη νέα ιστορία ο χρόνος δεν είναι γραμμικός, μια αδιάσπαστη συνέχεια, αλλά είναι μια συνέχεια από ασυνέχειες. Πίσω από τον γοργό, κινηματογραφικό χρόνο του γεγονότος (μικρο-ιστορία) υπάρχει ο μέσος χρόνος των επεισοδίων,που περιγράφει το παρελθόν σε πλατιά τεμάχια (ιστορία των συγκυριών) και ο βραδύς, οκνός χρόνος των πολιτισμών (στρουκτουραλιστική ιστορία). Είναι χαρακτηριστικό ότι η ιστορία ακολούθησε την πορεία της γλωσσολογίας. Όπως αυτή απελευθερώθηκε από τη λέξη (τη σχέση της λέξης με το πράγμα κ.λπ.) και άρχισε να ενδιαφέρεται για τα φωνήματα και τις δομές, έτσι και η ιστορία απελευθερώθηκε από το γεγονός και άρχισε να παρατηρεί τις ιστορικές μεταβολές στο επίπεδο της δομής. 
Κι όταν στην ιστορία μιλούμε για δομές, εννοούμε πλέγματα ορίων και εμποδίων τα οποία δεν επιτρέπουν τις μεταβολές. Εφόσον όμως τα όρια και τα εμπόδια αρθούν μέσα σε μια βραδυκίνητη, σχεδόν ανεπαίσθητη, διαδικασία (τόσο ανεπαίσθητη ώστε ίσα-ίσα που αντιλαμβανόμαστε την κίνηση) και οι μεταβολές συμβούν, τότε μιλάμε για ρήξη της συνέχειας: η υπάρχουσα δομή ανατρέπεται και εμφανίζεται μια νέα.

                                   Claude Lévi-Strauss

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Το διήγημα του μήνα (Μάιος 2013)


Το διήγημα του μήνα από τον Βλάσση Τρεχλή. 


Το γλυπτό του Θεού

Είσαι εσύ φτιαγμένος από τόσο ευγενικό πετράδι
ώστε να μπορέσεις απ’  αυτό να βγάλεις το  άγαλμα του Θεού σου;
Νίτσε


Ο Τιμολέων τελείωσε τη σχολή καλών τεχνών, στο τμήμα γλυπτικής, με άριστα. Αν και τα έργα του δεν ήσαν παρά φοιτητικές σπουδές, εντούτοις τράβηξαν τα βλέμματα και των καθηγητών του αλλά και των συμφοιτητών του πάνω του. Τα κορίτσια από το τμήμα του αφορμή έψαχναν για να βρεθούν κοντά του και ο Τιμολέων δεν έπληξε αυτά τα πέντε χρόνια ούτε λεπτό.
Όταν έδωσε εξετάσεις για να κερδίσει την υποτροφία και να συνεχίσει τις σπουδές στο ίδρυμα Ροντέν, στο Παρίσι, κανένα από τα μέλη της επιτροπής δεν σκέφτηκε πως θα μπορούσε να επιλεγεί κάποιος άλλος για τη θέση αυτή.

Auguste Rodin, The Falling Man. 1882. Μπρούντζος
     Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη

Η φοίτησή του στο ίδρυμα Ροντέν του άνοιξε όλα τα παράθυρα της τέχνης. Οι καθηγητές του, διάσημοι γλύπτες οι περισσότεροι, του δίδαξαν τα μυστικά της γλυπτικής έτσι όπως εξελίχθηκαν μέσα στους αιώνες. Ο Τιμολέων πέρασε σιγά-σιγά από τη σπουδή στο πραγματικό έργο με ιδιαίτερη αίσθηση της οικονομίας στο μάρμαρο, αφού ποτέ δεν έκανε το καθοριστικό λάθος που θα το έβγαζε άχρηστο.
Στα τέσσερα χρόνια που έμεινε στο Παρίσι είχε τελειώσει δώδεκα έργα, μικρά και μεγάλα, αριθμός ιδιαίτερα ικανοποιητικός όπως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με τη μεγάλη τέχνη. Στο τέλος των σπουδών, το ίδρυμα Ροντέν οργάνωσε μια ομαδική έκθεση των υποτρόφων. Μεταφέρθηκαν τα έργα στο ισόγειο του Μπομπούρ, κυκλοφόρησαν αφίσες και διαφημιστικά φυλλάδια, μίλησε ακόμα η τηλεόραση και το ραδιόφωνο γι’ αυτό το γεγονός.
Την ημέρα των εγκαινίων, ένα πλήθος ετερόκλιτων ανθρώπων περιδιάβαινε ανάμεσα στα έργα των νεαρών γλυπτών.
Εκτός από τους περίεργους και τους συγγενείς των υποτρόφων, που είχαν φθάσει απ’ όλον τον κόσμο, παρευρίσκονταν καθηγητές από τις περισσότερες καλλιτεχνικές σχολές της Γαλλίας, κριτικοί τέχνης, άνθρωποι του θεάτρου και του κινηματογράφου, γκαλερίστες και, το σπουδαιότερο, κάποιοι νεόπλουτοι συλλέκτες, συνοδευόμενοι από έμπιστους κριτικούς έργων τέχνης, οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, σήκωναν όλη την έκθεση, υπολογίζοντας πως κάποιοι από τους υποτρόφους θα γίνονταν διάσημοι τα επόμενα χρόνια και τα έργα τους θα είχαν μεγάλη αξία στο χρηματιστήριο της τέχνης. Περιττό να πω πως τα έργα των υποτρόφων πουλιόντουσαν όλα την πρώτη ημέρα της έκθεσης.
Με το άνοιγμα της έκθεσης, στις δέκα η ώρα το πρωί, ένα πλήθος επισκεπτών ξεχύθηκε στις αίθουσες. Πολλοί από τους επισκέπτες καθυστερούσαν σε κάποια έργα, ενώ σε άλλα περνούσαν πιο γρήγορα. Η διαδικασία όσων είχαν σκοπό να αγοράσουν κάποιο έργο ήταν να περιηγηθούν πρώτα σε όλα τα έργα, μετά να κουβεντιάσουν γι’ αυτά με φίλους, γνωστούς, συμβούλους, κριτικούς και καλλιτέχνες και, αφού συσκεφθούν, να καταλήξουν ποιο πρέπει να αγοράσουν. Ας μην ξεχνάμε πως η αγορά ενός γλυπτού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί πολλά χρήματα και τον ανάλογο χώρο για να τοποθετήσει το γλυπτό ο αγοραστής ή ο συλλέκτης.

Auguste Rodin, Adam. 1880-81. Μπρούντζος
   Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη

Ο Τιμολέων είχε ακουμπήσει την πλάτη του στην κάσα της πόρτας που ένωνε τις δυο πρώτες αίθουσες και παρακολουθούσε ποιοι από τους επισκέπτες θα σταθούν στα έργα του. Σ’ αυτές τις δυο αίθουσες ήσαν εκτεθειμένα τα οκτώ από τα δώδεκα έργα του. Απέναντι από την κεντρική θύρα και προς τα δεξιά είχαν τοποθετήσει το έργο του «Ο Δημιουργός μου». Είχε περάσει κοντά μια ώρα απ’ όταν άνοιξε η έκθεση, όταν είδε πως σε μικρή απόσταση από αυτό το γλυπτό είχε σταθεί ένας κύριος γύρω στα πενήντα, ντυμένος στα μαύρα.
Έδειχνε να μην έχει καμιά σχέση με τις καλές τέχνες και ιδιαίτερα με τη γλυπτική, ενώ από τα λεπτοκαμωμένα χέρια του έβγαζε εύκολα κανείς το συμπέρασμα πως ποτέ δεν είχαν αγγίξει το καλέμι. Τον είδε που στάθηκε για αρκετή ώρα μπροστά στο έργο. Λίγο πιο μετά παρατήρησε πως τραβήχτηκε παράμερα κι εκεί στάθηκε παρατηρώντας μια το γλυπτό και μια τους επισκέπτες. Σε λίγο πλησίασε κάποιος άλλος κύριος και στάθηκε μπροστά στο ίδιο γλυπτό, μετά προστέθηκαν άλλοι δυο, δυο-τρεις ακόμα και σε λίγο ο Τιμολέων έπαψε να βλέπει το έργο του. Συνέχισε να μαζεύεται κόσμος γύρω από αυτό το γλυπτό, σαν τα άλλα έργα να μην είχαν κανένα ενδιαφέρον. Όταν ο κόσμος έγινε υπερβολικά πολύς, ο άγνωστος κύριος με τα μαύρα άφησε τη θέση του και κατευθύνθηκε στη γραμματεία. Σε λίγο επέστρεψε με την υπεύθυνη των πωλήσεων. Η κυρία τοποθέτησε ένα κόκκινο αυτοκόλλητο στη βάση του αγάλματος, σημάδι πως το έργο είχε πουληθεί στον μεσήλικα επισκέπτη.
Ο κύριος αυτός δεν είχε τίποτα το εξεζητημένο επάνω του που να δηλώνει πως είναι άνθρωπος της τέχνης, δεν φορούσε δηλαδή ένα περίεργο καπέλο ή πολύχρωμα παπούτσια, ή ακόμα αυτά τα παράταιρα ρούχα, τα δήθεν τριμμένα από τις πολλές ασχολίες, που περιγράφουν τύπους οι οποίοι δεν δίνουν και πολύ σημασία στην εξωτερική τους εμφάνιση, ούτε είχε φίλους κριτικούς γύρω του για να τον συμβουλέψουν για την αγορά που πήγαινε να κάμει. Περισσότερο έμοιαζε να είναι μιλημένος από κάποιον, ή ακόμα- ακόμα  πως ψώνιζε για λογαριασμό κάποιου άλλου, για κάποιον ίσως που ήθελε να κρατήσει την ανωνυμία του.
Το άγαλμα που αγόρασε ο άγνωστος κύριος δεν παράσταινε κάτι το συγκεκριμένο. Πρώτα-πρώτα ήταν ημιτελές. Έδειχνε να γεννιέται κάτι μέσα από τον όγκο του μαρμάρου, κάτι απροσδιόριστο, κάτι σαν μια ιδέα. Είχε όμως μιαν αρμονία στη διαδοχή των εσοχών και των εξοχών, που έδειχνε αρκετά αφηρημένη όταν δεν άφηνες τη φαντασία σου να συμπληρώσει τη μορφή του, μα, αν αφηνόσουν στην αγαλλίαση που πρόσφερε, θα έχτιζες μέσα σου τη μορφή που είχες περισσότερο ανάγκη να δεις.

         Auguste Rodin, Flying Figure. 1890. Μπρούντζος
            Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη

Ούτε ο Τιμολέων γνώριζε τι ακριβώς παράσταινε το έργο του. Θυμήθηκε, εκείνον τον χειμώνα στο εργαστήριο της σχολής, πως είχε μπροστά του ένα κομμάτι μάρμαρο, σε διαστάσεις περίπου εξήντα στο ύψος και πενήντα επί πενήντα η βάση, υπόλοιπο από κάποιο μεγαλύτερο μάρμαρο, που το είχαν βγάλει στην άκρη γιατί είχε μέσα του σκουριές και αραχνοειδείς ρωγμές, και που πήγαινε για σπουδή των αρχαρίων μέχρι να το κάνουν σκόνη.
Όταν άρχισε να το σμιλεύει, και ήταν το δωδέκατο έργο του, άφησε να τον οδηγήσουν οι ατέλειες της πέτρας. Ακολούθησε τις σκουριές και αφαίρεσε όλες όσες μπορούσε να διακρίνει. Άφησε το μισό μάρμαρο και το πιο φθαρμένο απείραχτο, αυτό θα ήταν η βάση στο έργου του. Η φθορά του μάρμαρου ήταν τόσο μεγάλη, τόσες πολλές και έντονες οι σκουριές του, που έλεγε, σαν άρχισε να το σμιλεύει, πως μόλις είχε γεννηθεί από τη γη με άτμητο ακόμα τον ομφάλιο λώρο. Δεν ήσαν δε λίγες οι φορές, που φοβήθηκε πως θα ήταν αρκετή μια καλεμιά για να σπάσει σε χίλια κομμάτια. Μετά, στο επάνω καλό κομμάτι, ακολούθησε με το καλέμι του τις αραχνοειδείς ρωγμές, μα γρήγορα διαπίστωσε πως ήσαν μόνον επιφανειακές. Μετά από πολλές ώρες δουλειάς το μισό μάρμαρο ήταν πλέον καθαρό, αν και έμοιαζε σαν σκουληκοφαγωμένο μήλο. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, από εκείνη τη στιγμή, αυτό το κομμάτι μάρμαρο το αγάπησε περισσότερο από όλα τ’ άλλα. Κάτι μέσα του τού έλεγε πως σ’ αυτό πρέπει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Πως πρέπει να αφεθεί στις ιδιοτροπίες του.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερε τι να φτιάξει, ούτε έπλασε κάποιο πρόπλασμα με πηλό για να το έχει σαν οδηγό. Δούλεψε απευθείας πάνω στο σκληρό υλικό. Χρησιμοποίησε την πιο λεπτή σμίλη για να μην χάσει ούτε ένα χιλιοστό από την πολύτιμη ύλη. Γνώριζε πως το παραμικρό λάθος χτύπημα θα τον οδηγούσε σε άλλο αποτέλεσμα, όπως γνώριζε από τους δασκάλους του πως το μάρμαρο έχει φυλακισμένες μέσα του όλες τις μορφές του κόσμου και όλες τις μορφές του Θεού.
-Κάτι σαν την ψυχή του ανθρώπου, σκέφτηκε.
Με αφορμή αυτήν τη σκέψη του έδωσε τον τίτλο «Ο άνθρωπός μου». Μα, σαν προχώρησε το έργο και το αποτέλεσμα έδειχνε πως τον προκαλούσε περισσότερο απ’  όσο μπορούσε να φανταστεί, πως η άψυχη πέτρα απέκτησε τη ικανότητα να τον κολακεύει, του άλλαξε τον τίτλο και το ονόμασε «Ο Δημιουργός μου», έχοντας στον νου του πως το μάρμαρο οδήγησε το χέρι του.
Η αλήθεια ήταν πως το πέρασμα από τον έναν τίτλο στον άλλον δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο χαρισματικός καλλιτέχνης πετάει τις περιττές και άσχημες σκέψεις από τον νου του, πετάει όσα του αγκυλώνουν την καρδιά και αναζητάει τη μια και μοναδική αλήθεια που αντανακλά μέσα του, τον Ναρκισισμό όχι του ίδιου αλλά της φύσης.
Ένα τρέμουλο τον κυρίευσε.
-Τι έχουμε μέσα μας, μονολόγησε. Τρέμω στην ιδέα πως θα συναντήσω μέσα μου κάτι που δεν θα μου αρέσει.
Και συνέχισε να χτυπά τη σμίλη.
-Κι αν βγει σαν διάβολος; ξανασκέφτηκε.
Μα δεν βγήκε σαν διάβολος. Οι αντιθέσεις που υπάρχουνε μέσα στον κάθε άνθρωπο, όπως η καλοσύνη και η κακία, η ομορφιά και η ασκήμια, το καλό και το κακό, για κάποιον λόγο είχαν χαθεί, όπως χάθηκαν οι αναχνοειδείς ρωγμές και οι σκουριές.
Αν και το έργο είχε κάτι το αινιγματικό, ήταν βέβαιο πως κυριαρχούσε σε όλες του τις διαστάσεις η μεγαλοπρέπεια του όγκου του, η αρμονία των γραμμών, η απαλότητα της επιθυμίας, η απλότητα της οικονομίας, οι σκιές των κρυφών σημείων και η φωτεινότητα όλων των άλλων.

  Auguste Rodin, The hand of God. 1896. 
     Μάρμαρο. Rodin Museum, Παρίσι

Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Τιμολέων, και πολλές άλλες ακόμα. Μα τώρα ήταν εδώ και το άγαλμα που τον προβλημάτισε περισσότερο από όλα τ’ άλλα σε λίγο θα το έχανε από τα μάτια του. Θα κοσμούσε ποιος ξέρει, κάποιο σαλόνι, ένα μαγαζί, μια ξεχασμένη συλλογή. Πήγε στη γραμματεία και ρώτησε διακριτικά ποιος ήταν ο αγοραστής. Είχαν μόνον έναν αριθμό τηλεφώνου και μιαν επιταγή. Τίποτ’ άλλο. Ούτε όνομα, ούτε επίθετο, ούτε επάγγελμα, ούτε κάτι που θα οδηγούσε στα στοιχεία της ταυτότητάς του.
Η έκθεση κράτησε τέσσερις ημέρες. Τα έργα μεταφέρθηκαν στις οικίες των αγοραστών. Όμως κάτι σαν μελαγχολία είχε καθίσει στο πρόσωπο των υποτρόφων. Όλος τους ο αγώνας, όλη τους η προσπάθεια, όλο τους το μεράκι είχε ανταλλαγεί με λίγα χρήματα. Πόσο μάταια ήσαν τελικά όλα. Και σίγουρα δεν ήσαν λίγοι αυτοί που σκέφτηκαν (νομίζω πως κάποιοι κριτικοί το έθιξαν κιόλας) πως οι καλλιτέχνες έμοιαζαν με τις πόρνες που πουλάνε το κορμί τους, την αθωότητά τους, τη φρεσκάδα τους, μέχρι να μείνουν στο τέλος με τις πτυχές του δέρματός τους. Φτωχότερες μετά από τόσο δόσιμο.
-Αν τα έργα τέχνης τέχνης εκτίθενταν σε κάποιον δημόσιο χώρο όλα θα ήσαν διαφορετικά, τους είπε ένας παλιός καθηγητής. Κάτι τέτοιο γινόταν στην Αρχαία Ελλάδα. Με τους Ρωμαίους όμως άλλαξαν τα πράγματα. Τα έργα τέχνης στόλιζαν τις πόλεις μα περισσότερο τις οικίες.
- Μπορώ να μάθω ποιος αγόρασε το τελευταίο έργο μου;  Ρώτησε ο Τιμολέων.
- Μια εταιρεία μετέφερε τα έργα στους αγοραστές τους.
- Θα ήθελα να μάθω ποιος το αγόρασε.
-Αν και τώρα δεν έχει σημασία, θα σε βοηθήσω να το βρεις.
Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Το έργο είχε αγοραστεί από τον ιερέα μιας ενορίας σε ένα προάστιο του Παρισιού.
Πήγαν και τον βρήκαν. Ο ιερέας είχε τοποθετήσει το γλυπτό στην είσοδο της εκκλησίας. Ο Τιμολέων χάρηκε που δεν το έκλεισαν σε κάποιο σαλόνι.
-Τι σας οδήγησε για να το αγοράσετε; Τον ρώτησε ο καθηγητής. Πώς γνωρίζατε πως αυτό το έργο ήταν το πολυτιμότερο της έκθεσης;
-Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα από γλυπτική, απάντησε ο ιερέας. Απλά έψαχνα από καιρό κάτι που θα τραβήξει πάνω του τα βλέμματα των ανθρώπων. Όλων των ανθρώπων χωρίς διακρίσεις. Που θα οδηγούσε τα βήματά τους μέχρι την είσοδο της εκκλησίας. Είχα γυρίσει πολλές εκθέσεις ζωγραφικής και γλυπτικής τα τελευταία δυο χρόνια.
-Και δεν είχατε βρει κάτι που να σας αρέσει;
-Όχι. Τίποτα απολύτως. Αδιάφοροι επισκέπτες περνούσαν μπροστά από αδιάφορα έργα, ώσπου ήρθα να δω την έκθεση των δικών σας αποφοίτων. Μου προξένησε μεγάλη εντύπωση που απ’ όλα τα έργα της έκθεσης αυτό τράβηξε τα βλέμματα του κόσμου. Και αυτό ήταν το κριτήριό μου. Στην ενορία μου, ξέρετε, κατοικούν άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο και πολλοί από αυτούς δεν γνωρίζουν τα γαλλικά για να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που παρεξηγούνται γι’ αυτόν τον λόγο. Αναζητούσα, όπως σας είπα, κάτι που να έλκει πάνω του τα βλέμματα των ανθρώπων. Κάτι που να γλυκαίνει την καρδιά και τον νου και αυτό βρήκα σ’ αυτό το άγαλμα. Το τοποθέτησα δίπλα στην είσοδο της εκκλησίας.
-Και σταματούν οι περαστικοί για να το δουν;
Ακριβώς. Από την πρώτη μέρα που το τοποθέτησα εδώ. Φαίνεται πως όλοι βρίσκουν σ’ αυτό το γλυπτό κάτι που να τους αρέσει. Ένας γερο-Αφρικανός, που κατοικεί χρόνια στην ενορία μου, μου είπε πως η καρδιά του καλλιτέχνη, που αποτυπώνεται πάνω στο γλυπτό, δεν έχει τίποτα που μπορεί να σε προσβάλει, πως είναι γεμάτη ευγένεια, όπως η καρδιά του Θεού.

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Pierre-Auguste Renoir: κόβοντας λουλούδια στους αγρούς


Για τον Μάιο τρεις ελαιογραφίες του Pierre-Auguste Renoir:
Picking Flowers του 1875. Βρίσκεται στη national Gallery of Art, στην Ουάσινγκτον.


Picking Flowers in the Field. Ζωγραφίστηκε πιθανότατα το 1890. Βρίσκεται στο Metropolitan Museum of Art, στη Νέα Υόρκη.


Girls Picking Flowers in a Meadow. Φιλοτεχνήθηκε μάλλον το 1890. Σήμερα φυλάσσεται στο Museum of Fine Arts, στη Βοστόνη. 

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Προσοχή στα little grey cells!


33 μυθιστορήματα, 51 διηγήματα και 1 θεατρικό έργο της Αγγλίδας Agatha Mary Clarissa, Lady Mallowan, πιο γνωστής ως Agatha Christie, της «βασίλισσας του αστυνομικού μυθιστορήματος», γραμμένα μεταξύ 1916 και 1975, έχουν για ήρωα έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, ένα παράξενο ανθρωπάκι που ακούει στο όνομα Hercule Poirot.


Βέλγος στην καταγωγή, κοντός, παχουλός, με κεφάλι σαν αυγό και με το πιο διάσημο μαύρο τσιγκελωτό μουστάκι, ντυμένος με σχολαστικότητα δανδή και έχοντας πάντοτε καλογυαλισμένα τα παπούτσια του. Τάξη και μέθοδος είναι το έμβλημά του και το μεγαλύτερο όπλο του στη διαλεύκανση του εγκλήματος είναι τα, εξίσου διάσημα με το μουστάκι του, μικρά φαιά του κύτταρα. Πομπώδης, εγωκεντρικός, ματαιόδοξος, κάπως γραφικός και με κάτι το εξεζητημένο και παλιομοδίτικο στη συμπεριφορά του, αλλά παρόλα αυτά έντιμος, δίκαιος και, κυρίως, έξυπνος –διαβολικά έξυπνος. Ίχνη, δακτυλικά αποτυπώματα, στάχτες από πούρα μέσα σε τασάκια, όλα αυτά που αποτελούν ενδείξεις για κάποιον σαν τον Sherlock Holmes, έχουν ελάχιστη σημασία για τον μικρόσωμο Βέλγο. Εκείνος δεν χρησιμοποιεί μεγεθυντικό φακό και δεν κρατάει ποτέ όπλο, αλλά εξετάζει προσεκτικά τη σκηνή του εγκλήματος και τον ενδιαφέρει η φυσιογνωμία του θύματος και η ψυχολογία του δολοφόνου. Του αρκεί να μείνει αναπαυτικά καθισμένος στην πολυθρόνα του και να σκεφτεί τα δεδομένα της υπόθεσης, για να φτάσει στη λύση του αινίγματος.
Πλάι του είναι πάντοτε το alter ego του, ο φίλος και συνεργάτης του Captain Arthur Hastings. Όχι ιδιαίτερα ευφυής, αλλά πιστός και γενναίος, βλέπει εκείνα που μπορεί να δει ο μέσος άνθρωπος, ενώ καμιά φορά σκοντάφτει κατά τύχη στην λύση του μυστηρίου. 


Η Miss Felicity Lemon, η γραμματέας του Poirot, έχει ελάχιστες ανθρώπινες αδυναμίες. Ασχημούλα, αλλά απολύτως αποτελεσματική, φιλοδοξεί να δημιουργήσει το τέλειο σύστημα αρχειοθέτησης. 


Η Ariadne Oliver, συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών, το κωμικό alter ego της Agatha Cristie, είναι στενή φίλη του Poirot. Μισεί το αλκοόλ και τις δημόσιες εμφανίσεις, αλλάζει συνεχώς την κόμμωσή της και συνήθως φοράει περίεργα ρούχα και γελοία καπέλα. 


Η κοντέσα Vera Rosakoff, μια πανέξυπνη αγύρτισσα, είναι η αιώνια αγαπημένη του Poirot
Ο James Harold Japp είναι αρχιεπιθεωρητής της Scotland Yard και συχνά συνεργάζεται με τον Poirot για τη λύση κάποιου μυστηρίου.


Ο ικανός ντετέκτιβ έχει ζωντανέψει στο πρόσωπο πολλών ηθοποιών.  Ανάμεσά τους, ο παλιότερος από όλους ο Austin Trevor, ο εξαιρετικός Albert Finney, ο Peter Ustinov που έμοιαζε πολύ λίγο με τον λογοτεχνικό ήρωα, ο Alfred Molina, o Tony Randall, και βέβαια ο τηλεοπτικός Poirot, ο David Suchet, κατά τη γνώμη μου ο καλύτερος όλων.

Ο Albert Finney ως Poirot

        Ο Peter Ustinov ως Poirot

       Ο David Suchet ως Poirot

Ο Poirot πεθαίνει από την καρδιά του στο Styles Court, στο Έσσεξ, και οι New York Times δημοσιεύουν τη νεκρολογία του στο εξώφυλλό τους.