Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου του Jean-Jacques Rousseau


Στον αντίποδα του συμβολαίου «υποταγής και κυριαρχίας» του Thomas Hobbes βρίσκεται το κοινωνικό συμβόλαιο «πολιτικής και κοινωνικής ένωσης» του Jean-Jacques Rousseau (1712-1778). Η αντίθεση μεταξύ Hobbes και Rousseau έχει θεωρητικό υπόβαθρο. Αν θεωρήσουμε ότι ουσιαστικά ο άνθρωπος είναι από τη φύση του εγωιστικό ον, τότε η δύναμη του κράτους πρέπει να τον εξαναγκάζει  να τηρεί τους όρους του κοινωνικού συμβολαίου. Αντίθετα, αν δεχτούμε ότι ο άνθρωπος είναι καλός και έχει έμφυτη κοινωνικότητα, όπως υποστηρίζει ο Rousseau, τότε μπορούμε να περιμένουμε ότι ο άνθρωπος, με τη θέλησή του και για χάρη του γενικού συμφέροντος, θα συμμορφωθεί με τους όρους του κοινωνικού συμβολαίου.


Για τον Rousseau η έννοια του κοινωνικού συμβολαίου όπως την χρησιμοποιούν οι πολιτικοί στοχαστές της φιλελεύθερης ατομικιστικής παράδοσης αποτελεί το κομβικό στοιχείο της καταχθόνιας εξαπάτησης των αδυνάτων από τους ισχυρούς, με την οποία τους πείθουν να αποδεχθούν τη νομιμότητα διευθετήσεων που οδηγούν στη θεσμοθέτηση της ανισότητας στην πολιτική κοινωνία. Η εδραίωση της ανισότητας ως στοιχείου της έννομης τάξης συνιστά, κατά τον Rousseau, το πρώτο βήμα για την τυραννία και τον δεσποτισμό. Αυτό είναι το κοινωνικό συμβόλαιο των ατομικιστών, υπαινίσσεται ο Rousseau στην κατακλείδα του Λόγου για τις καταβολές της ανισότητας (1755).
Τη δική του λύση προτείνει το 1762 στο έργο του Περί του Κοινωνικού Συμβολαίου, όπου επιχειρεί να διατυπώσει μια εναλλακτική αντίληψη του κοινωνικού συμβολαίου, προτείνοντας το γνήσιο κοινωνικό συμβόλαιο έναντι του συμβολαίου του δόλου και της απάτης.


Το γνήσιο κοινωνικό συμβόλαιο είναι, λοιπόν, μια ομόφωνη –υπονοούμενη, ανιστορική και διαρκής- σύμβαση την οποία συνάπτουν μεταξύ τους ίσα και ελεύθερα άτομα τα οποία, με πλήρη επίγνωση των πράξεών τους και απόλυτη ειλικρίνεια, δημιουργούν θεσμούς διακυβέρνησης και νομοθεσίας που ρυθμίζουν τη συμβίωσή τους δημιουργώντας μια πολιτική κοινωνία δικαίου και ελευθερίας. Η σύμβαση αυτή, ενώ αποτελεί ισχυρή δέσμευση και υπέρτατο συμβόλαιο, εντούτοις στοχεύει στη διασφάλιση της ελευθερίας του κάθε πολίτη, καθώς ο πολίτης δεν δεσμεύεται απέναντι σε κάποιον άλλο, παρά απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, προκειμένου να διασφαλιστεί το γενικό καλό. Η πρωτοτυπία του Rousseau είναι ότι, σύμφωνα με αυτόν, το κοινωνικό συμβόλαιο δεν αφαιρεί και δεν υποβαθμίζει τα προσωπικά δικαιώματα (όπως συνέβαινε με το κοινωνικό συμβόλαιο του Hobbes), αλλά τα ενισχύει και τους προσφέρει τη διάσταση που πρέπει να έχουν στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας.
Η σύναψη του γνήσιου κοινωνικού συμβολαίου συνιστά ένα εγχείρημα τόσο θεμελιώδους σπουδαιότητας ώστε συνεπάγεται μια ριζική μεταμόρφωση όσων συμμετέχουν σε αυτήν. Τα εγωιστικά και αρπακτικά άτομα του «κτητικού ατομικισμού» μεταμορφώνονται σε πολίτες μιας συμμετοχικής δημοκρατίας, μέσα στην οποία κίνητρο των πράξεών τους είναι η προσήλωση στο κοινό καλό και στο δημόσιο συμφέρον. Στη θέση της πλεονεξίας και της επιθετικότητας δημιουργείται το αίσθημα της δικαιοσύνης. Η φυσική ελευθερία αντικαθίσταται με την ηθική ελευθερία του πολίτη, καθώς υπακούει σε έναν νόμο στου οποίου τη θέσπιση  έχει συμμετάσχει ενεργά.
Πρόκειται για μια καθαρά αντιμακιαβελιακή απαίτηση: ο Rousseau ζητάει να συνδεθεί η ηθική με την πολιτική. Πιστεύει αφετηριακά ότι: «Όποιος έχει το σθένος να φαίνεται όπως είναι, αργά ή γρήγορα γίνεται αυτό που πρέπει να είναι».


Ανακύπτει όμως ένα καινούριο ζήτημα: με ποιον τρόπο το κράτος μπορεί να γίνει αντιληπτό ως συνένωση των μεμονωμένων ατόμων; Και πώς μια έννοια που προέρχεται από το ιδιωτικό δίκαιο, η έννοια του συμβολαίου, είναι δυνατόν να υιοθετηθεί για την κατανόηση της πολιτικής θεσμοθέτησης; Οι δυσκολίες αυτές συνοψίζονται από τον συγγραφέα στην εξής διατύπωση: «Να βρεθεί μια μορφή συνένωσης που θα υπερασπίζεται και θα προστατεύει με όλη τη δύναμη από κοινού το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε μέλους, ούτως ώστε ο καθένας, καθώς ενώνεται με όλους, να υπακούει ωστόσο μόνο στον εαυτό του και να παραμένει το ίδιο ελεύθερος όσο και πριν». Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα στο οποίο το κοινωνικό συμβόλαιο δίνει τη λύση με την επινόηση της έννοιας της γενικής βούλησης (volonté générale).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου