Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Το διήγημα του μήνα (Φεβρουάριος 2013)


Δημοσιεύω σήμερα το δεύτερο διήγημα του Βλάσση Τρεχλή.


Μια ιστορία χωρίς τέλος την εποχή του εμίρη Αμρ-ιμπν-αλ-Ας


Για λόγους που δεν γνωρίζουμε, η καταστροφή της αλεξανδρινής βιβλιοθήκης καλύφθηκε από ιστορική πάχνη ή, για να το πω καλύτερα, από τη συνωμοσία διαφόρων προσώπων, τα οποία φαίνεται πως είχαν συμφέρον να κρύψουν κάθε στοιχείο που συνοδεύει μια τέτοια καταστροφή.


Η πρώτη πληροφορία αναφέρεται στην καταστροφή της βιβλιοθήκης από τον Ιούλιο Καίσαρα και προέρχεται από τον Τίτο Λίβιο, ο οποίος παρέδωσε την πληροφορία στον Σενέκα και ο οποίος, με τη σειρά του, την παρέδωσε στον Δίωνα. Όσοι χρησιμοποίησαν αυτή τη μπερδεμένη ιστορία για να συκοφαντήσουν τον Ρωμαίο αυτοκράτορα είχαν συμφέρον να το κάνουν όπως θα δούμε παρακάτω. Ο Καίσαρας δεν είχε κανέναν λόγο να προχωρήσει στην καταστροφή των βιβλίων, καθώς δεν απειλούνταν η εξουσία του από την ύπαρξή τους. Θα λέγαμε μάλιστα πως συνέβη το αντίθετο ακριβώς, αφού ήταν ο εμπνευστής της Διπλοβιβλιοθήκης, εφόσον καταλάβαινε πως η λατινική γλώσσα αντλούσε αίγλη από την ελληνική. Ο αυτοκράτορας θέλησε να φτιάξει μια μεγάλη δημόσια βιβλιοθήκη στη Ρώμη και, για να την εμπλουτίσει, παρήγγειλε έναν μεγάλο αριθμό αντιγράφων στα βιβλιοπωλεία-αντιγραφεία της Αλεξάνδρειας. Μετά από αυτόν και για τετρακόσια χρόνια ακολούθησε ένας μεγάλος αριθμός Ρωμαίων, οι οποίοι δημιούργησαν και συντήρησαν μικρές ή μεγάλες βιβλιοθήκες.
Η δεύτερη πληροφορία μάς λέει πως όσοι κατηγόρησαν τον χαλίφη Ομάρ ότι το 642 μ.Χ. έκαψε τη βιβλιοθήκη θα έπρεπε να σκεφτούν πως από την πρώτη συκοφαντία μέχρι τη δεύτερη ιστορία είχαν περάσει περίπου 700 χρόνια. Και, καθώς η ιστορία είχε αρχίσει να γράφεται με περισσότερες λεπτομέρειες από πάρα πολλούς μελετητές, ένα τέτοιο γεγονός, όπως η καταστροφή της μεγαλύτερης βιβλιοθήκης του κόσμου, δεν θα περνούσε απαρατήρητο.
Ένας σύγχρονος αστυνομικός θα έκανε την απλή και στερεότυπη σκέψη: ποιος είχε συμφέρον να διαδώσει τέτοιες φήμες που βρίσκονται τόσο μακριά από την ιστορική αλήθεια;


Ο εμίρης Αμρ-ιμπν-αλ-Ας, ο οποίος κατέλαβε την Αλεξάνδρεια τον 7ο αιώνα για λογαριασμό του χαλίφη Ομάρ, ήταν ένας φιλοσοφημένος άνθρωπος. Αναζήτησε τα γεγονότα για την καταστροφή της βιβλιοθήκης στις συνομιλίες που είχε με έναν μεγάλο αριθμό καλλιεργημένων και ηλικιωμένων ανδρών, οι οποίοι ήσαν γνώστες των γραμμάτων της εποχής του, αλλά διαπίστωσε, πολύ σύντομα μάλιστα, πως κανείς τους δεν έλεγε την αλήθεια.
Ένας από τους πολλούς συνομιλητές του Αμρ ήταν και ο γέροντας Ιωάννης ο Φιλόπονος, ο οποίος, στην προσπάθειά του να μπερδέψει τον εμίρη, του μίλησε για μια σειρά από επιστολές που αναφέρονταν στη βιβλιοθήκη. Δεν του είπε όμως πως οι επιστολές κατέγραφαν μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Ένας Έλληνας πάλι, ο οποίος αλλαξοπίστησε και γι’ αυτό τον λόγο κανείς δεν τον πίστεψε, προκειμένου να κολακέψει τον εμίρη, του είπε πως η βιβλιοθήκη είχε καταστραφεί πολλά χρόνια πριν από τη γέννηση του Προφήτη χωρίς όμως να δώσει περαιτέρω πληροφορίες.
Ένας ακόμα συζητητής του Αμρ, ο Εβραίος Φιλάρετος, προσπάθησε να αποκαταστήσει την αλήθεια σχετικά με όσα ανέφερε στην επιστολή του ένας παμπόνηρος Εβραίος που έφερε το ελληνικό όνομα Αριστέας, ο οποίος, συν τοις άλλοις και σύμφωνα με την αρχή της παρασιτικής λογικής, προσπάθησε να φορτώσει τη σπερματική μυθολογία των Εβραίων στο καράβι της ελληνικής γραμματολογίας και, εδώ που τα λέμε, τα κατάφερε. Ο Φιλάρετος, νηφάλιος μελετητής της ιστορίας, προσπάθησε από την πλευρά του να ανασκευάσει όσα είχε γράψει ο Τίτος Λίβιος για τον Καίσαρα, καθώς και όσα αναφέρει ο Αμμιανός Μαρκελλίνος για τον εμπρησμό της βιβλιοθήκης από τον Αυρηλιανό. Μπερδεύτηκαν ακόμα στην ιστορία ο Σενέκας και ο Ορόσιος, καθώς και μια ατέλειωτη σειρά ονομάτων και θρύλων που, αν κάποιος είχε το κουράγιο να μετρήσει τον αριθμό τους και τις ιστορίες που έσερναν πίσω τους, θα έφτιαχνε το μεγαλύτερο βιβλίο του κόσμου.
Ο Αμρ, μέσα από τις συνομιλίες με τον Φιλάρετο, δεν άργησε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως οι γέροντες με τους οποίους μιλούσε είχαν αναγάγει σε επιστήμη τη διαστρέβλωση και τη συκοφαντία, γνωρίζοντας καλύτερα από αυτόν την αξία της γραφής και την παραχάραξη της μνήμης.
Χωρίς να ανακοινώσει τις προθέσεις του σε κανέναν, άρχισε με τη βοήθεια του γραμματικού του να γράφει κάθε βράδυ όσα μάθαινε την ημέρα, προσπαθώντας να τακτοποιήσει όλες αυτές τις ιστορίες, μήπως και βρει κάποια άκρη στο νήμα. Γιατί καταλάβαινε πως μετά την έλευση του χαλίφη Ομάρ οι γέροντες θα έφτιαχναν καινούριες ιστορίες και θα ενοχοποιούσαν τον τελευταίο ηγεμόνα της Αλεξάνδρειας, εκμεταλλευόμενοι όσα είχαν ακούσει για την τακτική του χαλίφη Ομάρ, πως δήθεν κατέστρεφε τα βιβλία χρησιμοποιώντας το αξίωμα:
«Αν τα περιεχόμενα των βιβλίων συμφωνούν με το βιβλίο του Αλλάχ, αυτά δεν μας χρειάζονται. Αν όσα γράφουν δεν συμφωνούν με το βιβλίο του Αλλάχ, δεν υπάρχει λόγος να τα κρατήσουμε».


Οι γέροντες, εκμεταλλευόμενοι ακόμα τη συνεχή διαδοχή των ηγεμόνων στο βασίλειο της Αιγύπτου, μπέρδευαν με δεξιοτεχνικό τρόπο τις διάφορες ιστορίες, προσπαθώντας να καλύψουν τους πραγματικούς ενόχους και να ενοχοποιήσουν, με αόριστο τρόπο είναι η αλήθεια, ακόμα και αυτούς που δεν είχαν συμβάλει στην καταστροφή.
Ο εμίρης Αμρ συνέχισε να γράφει κάθε βράδυ και για πολλά χρόνια, ακόμα και μετά την έλευση του χαλίφη Ομάρ, ενώ δεν σταμάτησε ούτε λεπτό τις έρευνες. Ήταν κάτι που τον ενδιέφερε προσωπικά. Μετά από χρόνων έρευνα έβγαλε το συμπέρασμα πως η βιβλιοθήκη στον ναό του Σεράπιδος είχε καταστραφεί από τους φανατικούς χριστιανούς, ενώ ένα μεγάλο μέρος από τα βιβλία της μεγάλης αλεξανδρινής βιβλιοθήκης είχαν διασκορπιστεί από την εποχή του Αυρηλιανού έως τις ημέρες του, δηλαδή εδώ και τετρακόσια χρόνια, σε όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου.
Οι γέροντες γνώριζαν πολύ καλά πως η βαρβαρότητα των φανατικών χριστιανών, οι οποίοι με την παρακίνηση του πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου λεηλάτησαν τη βιβλιοθήκη και τον ναό του Σεράπιδος και κατέστρεψαν τα βιβλία των εθνικών, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα στη γνώση, αφού ούτε την πίστη τους έσωσαν, ούτε απέτρεψαν την κατάκτηση της χώρας από τους επόμενους κατακτητές. Έτσι, η γραφίδα των νέων ηγεμόνων θα σημείωνε από εδώ και πέρα, το ίδιο εκδικητικά, τη δική τους άποψη για το πρόσωπο του Θεού. Έμαθαν μέσα στα χρόνια, και ιδιαίτερα επώδυνα είναι η αλήθεια, πως η γνώση είναι σταθερή σαν τον γιαλό και πως αυτά που πάνε κι έρχονται είναι τα κύματα.


Από την άλλη, δεν μπορούσαν να παραδεχτούν δημόσια αυτό το γεγονός, επειδή πίστευαν πως είχαν χρέος να υποστηρίξουν την πίστη τους. Έφτιαξαν λοιπόν μέσα στα χρόνια μια σειρά από θρύλους, προσπαθώντας να κρύψουν στα άπειρα φανταστικά γεγονότα τα λίγα πραγματικά. θρύλοι που όμως φρόντιζαν να μην γίνονται εύκολα πιστευτοί, γιατί έπρεπε ο ένας να αναιρεί τον άλλον. Οι παμπόνηροι γέροντες είχαν καταλάβει πως για να σβήσεις την ιστορία ο καλύτερος τρόπος είναι να την θολώνεις. Και η αμφισβήτηση της κάθε φανταστικής ιστορίας θα φέρει και την αμφισβήτηση της πραγματικής ιστορίας. Τις περισσότερες φορές οι πραγματικές ιστορίες φαντάζουν ψεύτικες, ενώ είναι πιο συναρπαστικές από τις φανταστικές.
Το μυθικό αξίωμα που απέδωσαν στον Ομάρ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας αρρωστημένος εγωισμός των ανθρώπων της ερήμου, οι οποίοι, κατ’ απομίμηση των χριστιανών και των Εβραίων, θέλησαν να χωρέσουν τον Θεό στα στενά όρια ενός βιβλίου. Με τον τίτλο «το Βιβλίο των Βιβλίων» και οι τρεις θρησκείες παρέκαμψαν την άπειρη γνώση και έθεσαν τα δικά τους όρια σε έναν θνησιγενή κόσμο.
Ο Φιλάρετος βοήθησε όσο κανένας άλλος τον Αμρ στο ξεκαθάρισμα αυτής της ιστορίας, ο οποίος κατέληξε εν τέλει στο παρακάτω συμπέρασμα:
«Αν ο Θεός έφτιαξε το σύμπαν με όλα του τα στολίδια και αν έδωσε στον άνθρωπο τα μάτια να το βλέπει, τότε δεν μας χρειάζονται τα λεγόμενα ιερά βιβλία, αφού από όλα τα βιβλία το ιερότερο είναι το πρωτότυπο. Οι σχέσεις των ανθρώπων ορίζονται από την αρμονία του σύμπαντος και, αν αυτό μπορέσουν να το καταλάβουν οι άνθρωποι, έχει καλώς, αν όμως δεν τα καταφέρουν, θα ψάχνουν σαν τα ποντίκια μέσα στις λέξεις, προσπαθώντας να βρουν αυτό που δεν είναι ικανοί να δουν, ενώ τους έχει δοθεί τόσο απλόχερα».
Ο πατέρας του Εβραίου γιατρού Φιλάρετου ήταν κι αυτός γιατρός, όπως και ο δικός του πατέρας και ο δικός του παππούς. Στις μέρες του, ο κάθε γονιός περνούσε στο παιδί του, μαζί με την τέχνη του, και τις ιδέες του, τις σκέψεις του και ολόκληρη τη ζωή του. Ήταν η μεγαλύτερη κληρονομιά. Υπήρξαν γενιές που τίποτα δεν άλλαζε στις κοινωνίες των ανθρώπων και ήταν σαν να ζούσαν μέσα σε πολλούς αιώνες μια μόνο ζωή.
Ο παππούς του Φιλάρετου σταμάτησε να κάνει περιτομή στα αγόρια του, επειδή θεωρούσε πως από αδυναμία η φυλή του προσπαθεί να σημαδέψει τα μέλη της. Πίστευε πως τα ανθρώπινα σημάδια δεν πρέπει να είναι δεσμευτικά και πως η σκέψη τους δεν μπορεί να περιορίζεται από φυλετικές επιλογές, αλλά να είναι αφημένη στην τυχαιότητα. Η δωρεά της γνώσης γίνεται σε ανθρώπους με ανοιχτό νου και αγκαλιά.
«Ο Θεός», συνέχισε ο Φιλάρετος, «δεν μπορεί να χωρέσει σε ένα βιβλίο. Πιστεύω πως θα έρθει κάποτε η στιγμή που ο άνθρωπος θα αναλάβει τις ευθύνες του».
Ο Αμρ προβληματίστηκε πολύ με αυτές τις σκέψεις του Φιλάρετου και σιώπησε. Από την άλλη, συλλογίστηκε όλα αυτά που γνώρισε στην Αλεξάνδρεια, την πιο φωτισμένη πόλη του κόσμου, με τα τέσσερις χιλιάδες μέγαρα και άλλες τόσες χιλιάδες λουτρά, με τις βιβλιοθήκες και τα τετρακόσια θέατρα, με τον φάρο, τα παλάτια και τα λιμάνια της. Ο φωτισμένος εμίρης Αμρ-ιμπν-αλ-Ας έκανε ό,τι μπορούσε για να μην χαθεί μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου η έννοια του Θεού. Η ευθύνη επειδή δεν τα κατάφερε δεν ήταν δική του. Δεν ήταν εξάλλου ο μοναδικός άνθρωπος που γεννήθηκε έξω από την εποχή του. Ο Αμρ έμαθε (κάποιοι μελετητές έγραψαν πως γνώριζε από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε) ότι η γνώση είναι σταθερή σαν τον γιαλό κι αυτά που πάνε κι έρχονται είναι τα κύματα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου