Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Juan Miró: «Αυτό το τραίνο δεν κάνει στάσεις»


Αγαπώ πολύ τη ζωγραφική του Juan Miró, ιδιαίτερα εκείνη των τελευταίων χρόνων, όταν τα έργα του αρχίζουν και πάλι να αδειάζουν, να γίνονται πιο αφηρημένα, πιο «παιδικά». Νομίζω ότι τότε αποκτούν μεγαλύτερο βάθος. Φωβιστής, ντανταϊστής, σουρρεαλιστής, αλλάζει συνεχώς το στυλ του, ψάχνει πολύ, δουλεύει πολύ, αφοσιώνεται πολύ στην τέχνη του.
Εκτός από τους πίνακές του, με εντυπωσιάζουν πολύ οι αντιθέσεις που υπάρχουν σ’ αυτόν τον καλλιτέχνη.
Εμπνέεται από τα πιο πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα κι όμως παραμένει ένας αθεράπευτα «καθωσπρέπει» αστός. Συναναστρέφεται με τους πιο εκκεντρικούς μποέμ της εποχής του κι εκείνος είναι η επιτομή του αντι-μποέμ. Ζει στο Παρίσι, αλλά η ψυχή του ανήκει στην Καταλονία. Ζωγραφίζει χωρίς σταματημό («αυτό το τραίνο δεν κάνει στάσεις», γράφει η πινακίδα στην πόρτα του γραφείου του), ενώ μιλάει απογοητευτικά λίγο.
Κι ενώ, λοιπόν, δυσκολεύεται να μιλήσει, ακόμα κι όταν πρόκειται για την τέχνη του, στους πίνακές του δίνει τίτλους πληθωρικότατους, φλύαρους, περιγραφικούς. Η ανάγκη του να γίνει κατανοητός τον κάνει να εκφράζεται, να μιλάει για το έργο του με αυτόν τον παράδοξο τρόπο.

         Φωτογραφία, δηλαδή τα χρώματα των ονείρων μου (1925).
                     Ελαιογραφία σε μουσαμά. Ιδιωτική συλλογή


                 Δροσοσταλίδα που πέφτει από το φτερό ενός πουλιού 
                      και ξυπνά τη Ροζαλί, που κοιμάται στον ίσκιο 
                                  του ιστού μιας αράχνης (1939). 
Ελαιογραφία σε μουσαμά. Iowa, University of Iowa Museum of Art

 Το τραγούδι του αηδονιού τα μεσάνυχτα και η πρωινή βροχή (1940). 
                    Γκουάς σε χαρτί. N.Y., Perls Galleries

Γυναίκες και πουλιά την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος (1946).
Ελαιογραφία σε μουσαμά.
Barcelona, Fundació Juan Miró


Κλίμακες διασχίζουν τον
γαλάζιο ουρανό σε πύρινο τροχό
 (1953).
Ελαιογραφία σε μουσαμά. Ιδιωτική συλλογή

         Καταλανός αγρότης στο φεγγαρόφωτο (1968). 
Ακρυλικό σε μουσαμά. Barcelona, Fundació Juan Miró

Το φτερό του κορυδαλλού,
μέσα σε κύκλο από χρυσό μπλε,
βρίσκει την καρδιά της παπαρούνας
που κοιμάτι σε λιβάδι με διαμάντια 
(1967).
Ελαιογραφία σε μουσαμά. Ιδιωτική συλλογή

Πηγές για τις εικόνες:
https://www.wikiart.org/en/joan-miro/the-lark-s-wing-encircled-with-golden-blue-rejoins-the-heart-of-the-poppy-sleeping-on-a-diamond

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Όταν ο Dostoevsky συνάντησε τον Balzac


Το 1843 ο νεαρός Fyodor Mikhailovich Dostoevsky αποφασίσει να εγκαταλείψει το επάγγελμα του μηχανικού, που είχε σπουδάσει στο Nikolayev Military Engineering Institute και το είχε ασκήσει για μικρό χρονικό διάστημα, και να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Τα πρώτα του χρήματα στον χώρο της λογοτεχνίας τα κέρδισε ως μεταφραστής. Ήταν η χρονιά που ο Dostoevsky μετέφρασε στα ρωσικά το αριστούργημα του Honoré de Balzac Eugénie Grandet (Ευγενία Γκραντέ), γραμμένο δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1833.


Όταν μεταφράστηκε το έργο του, ο Balzac ήταν 44 ετών. Είχε ήδη γράψει μερικά από τα πιο διάσημα έργα του, είχε γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, την «Etrangère» Evelina Hańska,  και είχε κάνει διάφορες επιχειρηματικές κινήσεις, οι οποίες προκάλεσαν την οικονομική του κατάρρευση και υπέσκαψαν την υγεία του.


Ήταν ακριβώς το 1843, στην έκδοση Furne, που η Eugénie Grandet πήρε τη θέση της στην Comédie humaine (Ανθρώπινη κωμωδία), στον πρώτο τόμο και κάτω από τον γενικό τίτλο Scènes de la vie de province (Σκηνές της επαρχιακής ζωής). 
Το καλύτερο έργο του Balzac και από τα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (κατά τη γνώμη των κριτικών και τη δική μου!), με λεπτομερέστατες περιγραφές τόπων και ανθρώπων (όπως, εξάλλου, είναι η συνήθεια του συγγραφέα), διεισδυτικότατες αναλύσεις συμπεριφορών και αισθημάτων, είναι ένα αληθινό tableau vivant της ζωής και των ηθών στη γαλλική επαρχία. Είναι, όμως, ακόμα ένα πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο για τη ζωή μετά τη Γαλλική Επανάσταση, δηλαδή για την εποχή της ανόδου της αστικής τάξης.


Η νεαρή Ευγενία, πρότυπο αρετής και ηθικής, ζει με τον σκληρό και φιλάργυρο πατέρα της και την απολύτως υποταγμένη σ’ αυτόν μητέρα της. Οι επιχειρήσεις του πατέρα της, αλλά και του εξαδέλφου της, ενός άμυαλου νεαρού δανδή τον οποίο η Ευγενία ερωτεύεται τρελά, όπως και ολόκληρου του οικογενειακού της περιβάλλοντος, μαζί με την επιθυμία για κοινωνική άνοδο, θα αποδειχθούν πράγματα πιο σημαντικά, και πιο ισχυρά, από τα δικά της αγνά αισθήματα.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Το διήγημα του μήνα (Ιανουάριος 2013)

       Από αυτόν τον μήνα και κάθε μήνα στο εξής, θα ανεβάζω εδώ ένα μικρό διήγημα, γραμμένο από τον Βλάσση Τρεχλή. Να, λοιπόν, το πρώτο:

Το τελευταίο κρυμμένο πρόσωπο


Στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες

       Διαβάζοντας τις μικρές ιστορίες ενός αγαπημένου μου στοχαστή (κι ας μην φανεί σαν κρυψίνοια ή σαν κάποιο καπρίτσιο το ότι δεν αναφέρω τ' όνομά του), διαπίστωσα πως μου ήσαν λίγο-πολύ οικείες. Σε όλες τις ιστορίες περιέγραφε το πρόσωπό μου, λίγο θολό είναι η αλήθεια, μα το δικό μου πρόσωπο.

       
Αν παρατηρήσει κάποιος τα ανθρώπινα πρόσωπα, θα διαπιστώσει πως πολύ λίγα έχουν συγκεκριμένες γραμμές που τα κάνουν να ξεχωρίζουν. Αυτό είναι ολοφάνερο όταν συναντάμε κάποιον που έχει έρθει από μοναχικές και απομονωμένες χώρες της εξωτικής Ανατολής ή από ξεχασμένες φυλές μέσα στη ζούγκλα του Αμαζονίου.
       Όμως, ο αγαπημένος μου στοχαστής στα διηγήματά του δεν περιέγραφε μόνο το πρόσωπό μου, αλλά και τα χιλιάδες συναισθήματα που με κατακλύζουν, όπως κατακλύζουν τον κάθε άνθρωπο, κάθε στιγμή.
       Θα μπορούσε κάποιος να πει πως γνωριζόμαστε. Πως είμαστε παλιοί φίλοι ή πως με ξέρει από τα μαθητικά θρανία. Θα σας απογοητεύσω. Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Μάλιστα πρέπει να σας πω πως έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Και δεν μπορούσε βέβαια όσο ζούσε να φανταστεί τη μελλοντική μου ύπαρξη, αφού δεν γνώριζε τους γονείς μου. Ούτε τη μάνα μου ερωτεύτηκε κάποια τυχαία βραδιά, αφού είναι γνωστό πως δεν περνάνε σημαντικοί άνθρωποι από την πόλη μου και η μάνα μου δεν βγήκε ποτέ από το σπίτι της κι ούτε είχε ποτέ την πολυτέλεια να χαθεί στα όνειρά της.
       Στις ιστορίες του, λοιπόν, πρόσωπα πάνε κι έρχονται. Πολλά πρόσωπα. Σπουδαία και ταπεινά πρόσωπα. Πρίγκιπες και στρατηγοί. Δεινοί ρήτορες και μεγάλοι εραστές. Υπάλληλοι διπλοπρόσωποι. Δούλοι ραδιούργοι και παραφουσκωμένοι με μίσος. Θλιβεροί υπηρέτες, από αυτούς που φτύνουν στο φαγητό του αφέντη τους για να του μεταδώσουν τη σιχαμένη αρρώστια τους. Κηπουροί που δηλητηριάζουν το άρωμα των λουλουδιών. Κάποιοι νταήδες που παίζουν στα δάχτυλα τα κοφτερά μαχαίρια. Όμορφα κορίτσια φτιαγμένα από σύννεφα. Περιπλανώμενοι τροβαδούροι χαμένοι μέσα στους στίχους των τραγουδιών τους. Και εδώ αρχίζουν τα παράξενα. Όποια ιστορία κι αν περιγράφει ο αγαπημένος μου στοχαστής είναι μέρος της δικιάς μου ιστορίας. Είμαι ο πρωταγωνιστής και μαζί ο τελευταίος κομπάρσος των ιστοριών του.
       Θα αναρωτηθεί βέβαια κάποιος πώς είναι δυνατόν να είμαι μεγάλος ηγέτης και δούλος. Να είμαι δεινός ρήτορας και ταπεινός δολοπλόκος. Έντιμος και άτιμος. Να είμαι δυο διαφορετικά πράγματα κάθε φορά, τόσο αντίθετα μεταξύ τους.
       Για να πω την αλήθεια, κι εμένα με παραξένεψε αυτό στην αρχή. Ήμουν όλα αυτά και δεν το γνώριζα; Μάλλον ήμουν. Κι αν με κοιτάξει κάποιος σαν γρίφο που περιμένει τη λύση του και δεν τα δει όλα τούτα, θα του πω την αλήθεια. Θα του πω πως όλα όσα βλέπει πάνω μου, τα καλά ή τα κακά μου, είναι οι επιλογές μου. Δεν είναι πλέον μυστικό πως ο καθένας έχει μέσα του στοιβαγμένα χίλια πρόσωπα και από αυτά επιλέγει να ζει με ένα, άντε με δύο.
       Ο αγαπημένος μου στοχαστής είχε μια υποχρέωση απέναντι σ' εμένα, απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στον αναγνώστη. Να γράψει όλα όσα έβλεπε. Όλα όσα οι άλλοι δεν μπορούν να δουν.
       Επειδή είμαι, μαζί με όλα τα άλλα κουσούρια μου, και εξαιρετικά φιλόδοξο άτομο, αποφάσισα επηρεασμένος από Αυτόν, να γράψω την ιστορία του κόσμου. Ήθελα να ανακαλύψω και εγώ με τη σειρά μου τα χίλια πρόσωπα των ανθρώπων. Κόμπιασα από την αρχή. Μου φαινόταν εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Προσπάθησα να δω μέσα από κάποια σχισμή του μυαλού μου τα πρόσωπα και τις ιστορίες των ανθρώπων, αλλά δεν είδα πουθενά άλλους ανθρώπους. Παντού έβλεπα το ένα και μοναδικό πρόσωπο που περίμενε να του δώσω τον ρόλο του. Θα σας το πω από την αρχή. Αυτό το ένα και μοναδικό πρόσωπο ήταν ο αγαπημένος μου στοχαστής.
       "Πώς να μοιράσω τους χίλιους ρόλους των ανθρώπων στο πρόσωπό του;" αναρωτήθηκα κάπως φωναχτά.
        Να τον γεμίσω με ενοχές δεν μου πήγαινε. Να κάνω ήρωα ένα γεροντάκι (ήταν γεροντάκι όταν έφτασαν η φήμη του και τα βιβλία του σε μένα), πάλι δεν μου πήγαινε. Να τον εμφανίσω σαν δούλο, πάλι δεν γινόταν, γιατί του είχα άθελά μου μεγάλο σεβασμό. Βρισκόμουν σε απόγνωση και ένα βράδυ άρχισα να φωνάζω και να εκλιπαρώ την παρουσία του. Θυμάμαι τον εαυτό μου μετά από τόσα χρόνια και πιστεύω πως ήμουν σίγουρα μεθυσμένος. Ήμουν εκτός εαυτού.
       "Φανερώσου, δειλέ", άρχισα να τον βρίζω. "Κρύβεσαι, ταχυδακτυλουργέ του τσίρκου, στο ένα και μοναδικό σου πρόσωπο. Δείξε μου, άθλιε εγωιστή, τον δρόμο των χιλίων προσώπων. Φόρεσε τις μάσκες σου και έλα να αναμετρηθείς μαζί μου".
       Οι φωνές μου φαίνεται πως ξεσήκωσαν την πολυκατοικία και ο θυρωρός, ένα σεβάσμιο και λιγομίλητο γεροντάκι, μπήκε με τα δεύτερα κλειδιά του στο διαμέρισμά μου. Μέσα στο μισοσκόταδο με αναζήτησε ακολουθώντας το νήμα των κραυγών μου και, όπως ήρθε προς το μέρος μου, έπεσε πάνω στο μαχαίρι που άτσαλα κράδαινα μέσα στις απειλές και στο μεθύσι μου.
       Τώρα, μέσα στη φυλακή, περισσότερο μόνος από κάθε άλλη φορά, φέρνω στον νου μου το τελευταίο πρόσωπο που μου αποκάλυψε ο αγαπημένος μου στοχαστής. Αυτό του δολοφόνου.     

Πηγή για την εικόνα:
https://thephilosophyofscience.wordpress.com/category/borges/
     

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Όταν ο Alphonse Mucha συνάντησε τη Sarah Bernhardt


Παραμονή των Χριστουγέννων του 1894. Εκείνη την ημέρα, το τυπογραφείο Lemercier λαμβάνει μια επείγουσα παραγγελία από τη διασημότερη Παριζιάνα σταρ, τη «θεϊκή» Sarah Bernhardt, η οποία ζητούσε κατεπειγόντως μια διαφημιστική αφίσα για την παράσταση Gismonda του Victorien Sardou που ανέβαινε στο Théâtre de la Renaissance στις 5 Ιανουαρίου του 1895.  Η απαίτηση ήταν σαφής: χρειάζονταν 4000 αφίσες που θα κοσμούσαν τους δρόμους του Παρισιού την πρώτη μέρα του νέου έτους. Ο τυπογράφος βρέθηκε σε απόγνωση. Όλοι του οι καλλιτέχνες ήσαν σε χριστουγεννιάτικες διακοπές. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να εμπιστευθεί τον άσημο τριαντατετράχρονο Τσέχο ζωγράφο  Alphonse  Mucha, ο οποίος είχε φτάσει στην πόλη επτά χρόνια νωρίτερα για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Julian.


Ο Mucha υπήρξε συνεπέστατος στη χρονική προθεσμία που του τέθηκε, ενώ η πρωτοτυπία της αφίσας και η ιεροπρέπεια που εξέπεμπε εξέπληξε το θεατρόφιλο κοινό και ικανοποίησε απολύτως ακόμα και την πολύ δύσκολη ντίβα, η οποία φρόντιζε μετά μανίας την εικόνα της. Η Sarah Bernhardt πραγματικά ενθουσιάστηκε και υπέγραψε εξαετές συμβόλαιο με τον Mucha.


Βάση της σύνθεσης ήταν η σκηνή της πανηγυρικής παρέλασης από την τελευταία πράξη του έργου, τοποθετημένη σε ένα νεωτεριστικό μακρόστενο σχήμα αφίσας, το οποίο ευνοεί την εντύπωση του μεγαλείου που θέλει να δώσει στην τραγωδό. Η Sarah Bernhardt λάμπει, ντυμένη με ένα μεγαλόπρεπο κοστούμι, τοποθετημένη σε ψηφιδωτό φόντο που την σπρώχνει, στην κυριολεξία, προς τον θεατή και με το όνομά της να σχηματίζει πάνω στο κεφάλι της ένα είδος φωτοστέφανου, ενώ το όνομα του θεάτρου της μπερδεύεται με τις πτυχώσεις του μανδύα της.  Ο Mucha εγκαταλείπει τα ζωηρά χρώματα του Toulouse-Lautrec, κατάλληλα για τα καμπαρέ που εκείνος ζωγράφιζε, και επιλέγει χρώματα γήινα που, μαζί με το λεπτοδουλεμένο σχέδιό του, δίνουν στην αφίσα μια ιεροπρέπεια βυζαντινή.

              Πράγα, Nàrodni Galeri

Μετά από αυτό το έργο του Mucha η τέχνη της αφίσας δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια.

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Ο σκληρός χειμώνας του Monet


Ο χειμώνας του 1879 είναι εξαιρετικά δύσκολος για τον Claude Monet, που είναι εγκατεστημένος από την άνοιξη της προηγούμενης χρονιάς στη Vétheuil. Στις 5 Σεπτεμβρίου έχει πεθάνει η σύντροφός του, το μοναδικό του μοντέλο, η Camille, αφήνοντάς του δύο μικρά παιδιά και αγιάτρευτο πόνο. Συγχρόνως, τα άθλια οικονομικά του ζωγράφου (εφόσον τα έργα του δεν πουλιούνται) τον υποχρεώνουν να εξευτελίζεται παρακαλώντας τους φίλους του για δανεικά, ενώ και οι κριτικές για το έργο του είναι απορριπτικές. Πικραμένος, θυμωμένος, απελπισμένος από τη ζωή του, ο Monet μεταφέρει αυτά του τα αισθήματα στον καμβά, ζωγραφίζοντας τον σκληρό χειμώνα στη Vétheuil. Καμιά ανθρώπινη παρουσία, μόνον ερημιά και μοναξιά. Η χειμωνιάτικη φύση αποτυπώνει τον θάνατο που έχει φωλιάσει στην ψυχή του ζωγράφου.

Église à Vétheuil avec neige, 1878-1879. 
Λάδι σε μουσαμά. Παρίσι, Musée dOrsay.   

Vétheuil dans le brouillard. 1879. 
Λάδι σε μουσαμά. Παρίσι, Musée Mormottan.

La débâcle près de Vétheuil1880. 
Λάδι σε μουσαμά. Παρίσι, Musée dOrsay.

Πηγές για τις εικόνες:

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

Χριστούγεννα με τις κόρες του δόκτορος March


«Η Τζο ξύπνησε πρώτη εκείνο το γκρίζο πρωινό των Χριστουγέννων. Καμιά χριστουγεννιάτικη κάλτσα δεν κρεμόταν στο τζάκι και, για μια στιγμή, αισθάνθηκε την ίδια απογοήτευση που είχε νιώσει πριν από πολύ καιρό, όταν η καλτσούλα της είχε πέσει κάτω, βαρυφορτωμένη καθώς ήταν με δώρα. Έπειτα θυμήθηκε την υπόσχεση της μητέρας και, βάζοντας το χέρι της κάτω από το μαξιλάρι, έβγαλε ένα μικρό βιβλίο με βυσσινί εξώφυλλο. Το γνώριζε πολύ καλά, γιατί ήταν αυτή η παλιά ιστορία για την πιο σωστή και καλή ζωή που έζησε ποτέ κανείς και η Τζο πίστευε πως αποτελούσε έναν αληθινό οδηγό για κάθε προσκυνητή που ξεκινούσε το μακρύ ταξίδι. Ξύπνησε τη Μεγκ με την ευχή “Καλά Χριστούγεννα”, και μετά την προέτρεψε να δει τι είχε κάτω από το μαξιλάρι της. Ήταν ένα βιβλίο με πράσινο εξώφυλλο, που μέσα είχε την ίδια εικόνα και λίγα λόγια από τη μητέρα της, πράγμα το οποίο έκανε το μοναδικό δώρο που πήραν  πολύτιμο. Σε λίγο ξύπνησαν η Μπεθ και η Έιμι, που κι αυτές ανακάλυψαν τα βιβλιαράκια τους –το ένα με κάτασπρο εξώφυλλο, το άλλο με μπλε- και όλες άρχισαν να τα περιεργάζονται και να συζητούν γι’αυτά, ενώ την ίδια ώρα άρχιζαν να διακρίνονται και οι πρώτες αχτίδες από την ανατολή του ήλιου».

 Η οικογένεια March στην ταινία του 1994 (Gillian Armstrong).
                   Την Τζο υποδύεται η Winona Ryder. 

Είναι η αρχή του δευτέρου κεφαλαίου, με τίτλο «Κάποια ευτυχισμένα Χριστούγεννα», από το βιβλίο Little Women (Μικρές κυρίες) της Lοuisa-May Alcott


   Η οικογένεια March στην ταινία του 1949 (Mervyn LeRoy)
                   Την Jo υποδύεται η June Allyson. 

Ήταν το αγαπημένο βιβλίο της παιδικής μου ηλικίας. Ας φαίνεται περίεργο. Το ξαναδιάβασα πρόσφατα και, μολονότι τώρα μπορώ να διακρίνω τις αδυναμίες του, η καλή μου κρίση νικήθηκε από τη συγκίνηση, την ίδια συγκίνηση που μου γεννούσε και άλλοτε το βιβλίο. Και πάλι η Jo κέρδισε την προτίμησή μου, και πάλι θύμωσα με την Alcott όταν θυμήθηκα πως, στον επόμενο τόμο, ο μικρός Laurie, ξεπερνώντας τον έρωτά του για την Jo, ερωτεύεται και παντρεύεται τη μικρότερη αδελφή της, την Amy.

   Οι αδελφές March στην ταινία του 1933 (George Cukor)
           Την Jo υποδύεται η Katharine Hepburn 

Ρομαντικό και ηθικοδιδακτικό το μυθιστόρημα, έχει όμως μια χάρη και μια αβρότητα που γοητεύει ακόμα και σήμερα. Τα τέσσερα κορίτσια, στα χρόνια του αμερικανικού εμφύλιου, μεγαλώνουν μαθαίνοντας πόσο σημαντικό είναι να έχεις γύρω σου ανθρώπους που τους αγαπάς και σε αγαπούν, πόσο σπουδαία πράγματα είναι η εργατικότητα, η καλοσύνη, η προσφορά.  Πόσο η ημέρα των Χριστουγέννων –αλλά και κάθε μέρα- γίνεται ευτυχισμένη επειδή δίνεις χαρά στους άλλους και πόσο πιθανόν είναι αυτή η δωρεά σου να ξαναγυρίσει από τον πιο λοξό δρόμο σε σένα.